Α Ιω. 4,20 ἐάν τις εἴπῃ
ὅτι ἀγαπῶ τὸν Θεόν, καὶ τὸν ἀδελφὸν
αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν· ὁ γὰρ μὴ
ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν ὃν ἐώρακε, τὸν
Θεόν ὃν οὐχ ἑώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν;
Α Ιω. 4,20 Εάν όμως κανείς πη ότι αγαπώ τον Θεόν και συγχρόνως
μισή τον αδελφόν του, είναι ψεύστης. Διότι εκείνος που δεν αγαπά τον αδελφόν
του, τον οποίον είδε και βλέπει κάθε ημέραν, πως είναι δυνατόν να αγαπά τον
Θεόν, τον οποίον ποτέ δεν έχει ίδει·
Α Ιω. 4,21 καὶ ταύτην τὴν
ἐντολὴν ἔχομεν ἀπ᾿ αὐτοῦ, ἵνα ὁ
ἀγαπῶν τὸν Θεὸν ἀγαπᾷ καὶ τὸν ἀδελφὸν
αὐτοῦ.
Α Ιω. 4,21 Και αυτήν την εντολήν έχομεν πάρει από αυτόν·
εκείνος που αγαπά τον Θεόν να αγαπά και τον αδελφόν του.
Α Ιω. 5,1 Πᾶς ὁ
πιστεύων ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστός, ἐκ τοῦ
Θεοῦ γεγέννηται, καὶ πᾶς ὁ ἀγαπῶν τὸν
γεννήσαντα ἀγαπᾷ καὶ τὸν γεγεννημένον ἐξ αὐτοῦ.
Α Ιω. 5,1 Καθένας που έχει την αληθινήν και ενεργόν πίστιν,
ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο Θεάνθρωπος λυτρωτής, έχει γεννηθή πνευματικώς
από τον Θεόν και καθένας που αγαπά τον Θεόν, ο οποίος τον έχει γεννήσει
πνευματικώς, αγαπά και τον αδελφόν του, που έχει γεννηθή από τον ίδιον Θεόν
Πατέρα.
Α Ιω. 5,2 ἐν τούτῳ
γινώσκομεν ὅτι ἀγαπῶμεν τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ, ὅταν
τὸν Θεὸν ἀγαπῶμεν καὶ τὰς ἐντολὰς
αὐτοῦ τηρῶμεν.
Α Ιω. 5,2 Με τούτο εδώ το γεγονός γνωρίζομεν, ότι αγαπώμεν
ειλικρινώς τα τέκνα του Θεού, όταν αγαπώμεν τον Θεόν με όλην μας την δύναμιν
και αγωνιζόμεθα να τηρούμεν τας εντολάς του.
Α Ιω. 5,3 αὕτη γάρ ἐστιν
ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἵνα τὰς ἐντολὰς
αὐτοῦ τηρῶμεν· καὶ αἱ ἐντολαὶ αὐτοῦ
βαρεῖαι οὐκ εἰσίν,
Α Ιω. 5,3 Διότι αυτή είναι η προς τον Θεόν ειλικρινής αγάπη,
να τηρούμεν τας εντολάς του και αι εντολαί του δεν είναι καταθλιπτικαί και
ακατόρθωτοι.
Α Ιω. 5,4 ὅτι πᾶν τὸ
γεγεννημένον ἐκ τοῦ Θεοῦ νικᾷ τὸν κόσμον· καὶ
αὕτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ
πίστις ἡμῶν.
Α Ιω. 5,4 Διότι καθένας, που έχει αναγεννηθή από τον Θεόν,
νικά τον αμαρτωλόν κόσμον, ο οποίος παρεμβάλλει δυσκολίας εις την τήρησιν του
θείου θελήματος. Και αυτή είναι η νίκη, η οποία ενίκησε τον κόσμον της
αμαρτίας, η πίστις ημών, (η οποία καταλύει την αμαρτίαν και οδηγεί στον δρόμον
της αρετής και της ζωής).
Α Ιω. 5,5 τίς ἐστιν ὁ
νικῶν τὸν κόσμον εἰ μὴ ὁ πιστεύων ὅτι Ἰησοῦς
ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ;
Α Ιω. 5,5 Ποιός δε είναι εκείνος, που νικά πράγματι τον
κόσμον των απατηλών τέρψεων και αμαρτιών, παρά μόνον εκείνος, που αδίστακτα
πιστεύει, ότι ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού, που ενηνθρώπησε δια την σωτηρίαν
των ανθρώπων;
Α Ιω. 5,6 Οὗτός ἐστιν
ὁ ἐλθὼν δι᾿ ὕδατος καὶ αἵματος, Ἰησοῦς
Χριστός· οὐκ ἐν τῷ ὕδατι μόνον, ἀλλ᾿ ἐν
τῷ ὕδατι καὶ τὸ αἵματι· καὶ τὸ
Πνεῦμά ἐστι τὸ μαρτυροῦν, ὅτι τὸ Πνεῦμά
ἐστιν ἡ ἀλήθεια.
Α Ιω. 5,6 Αυτός είναι ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός και Λογος του
Θεού, που ήλθε εις την γην ως άνθρωπος και απεδείχθη ως Μεσσίας δια του
βαπτίσματος στο ύδωρ του Ιορδάνου, όπου εμαρτυρήθη από τον Πατέρα ως Υιός του
αγαπητός και δια του αίματός του, που προσέφερε ως θυσίαν προς τον Θεόν δια την
σωτηρίαν ημών. Και δεν απεδείχθη Μεσσίας δια του βαπτίσματος μόνον, αλλά και
δια του αίματός του, που έχυσε ως θυσίαν επάνω στον σταυρόν. Αλλά και το Αγιον
Πνεύμα είναι εκείνο, που μαρτυρεί περί αυτού και η μαρτυρία αυτή είναι απολύτως
αληθινή, διότι το Πνεύμα το Αγιον είναι αυτή αύτη η αλήθεια.
Α Ιω. 5,7 ὅτι τρεῖς εἰσιν
οἱ μαρτυροῦντες ἐν τῷ οὐρανῷ, ὁ
Πατήρ, ὁ Λόγος καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, καὶ οὗτοι
οἱ τρεῖς ἕν εἰσι·
Α Ιω. 5,7 Διότι τρεις είναι εκείνοι, οι οποίοι μαρτυρούν
στον ουρανόν και λέγουν πάντοτε την απόλυτον και καθαράν αλήθειαν, ο Πατήρ, ο
Λογος και το Αγιον Πνεύμα. Και αυτοί οι τρεις είναι ένα, διότι έχουν την αυτήν
φύσιν και ουσίαν.
Α Ιω. 5,8 καὶ τρεῖς εἰσιν
οἱ μαρτυροῦντες ἐν τῇ γῇ, τὸ Πνεῦμα
καὶ τὸ ὕδωρ καὶ τὸ αἷμα, καὶ οἱ
τρεῖς εἰς τὸ ἕν εἰσιν.
Α Ιω. 5,8 Και τρεις είναι εκείνοι, που μαρτυρούν κάτω εις
την γην· το Αγιον Πνεύμα με τας προφητείας και αποκαλύψεις, το βάπτισμα του
Χριστού στο ύδωρ του Ιορδάνου και το αίμα του Χριστού, που εχύθη κατά την
σταυρικήν θυσίαν. Και τα τρία αυτά μαρτυρούν δια το ένα και το αυτό γεγονός,
δια τον Ιησούν Χριστόν ως Θεάνθρωπον λυτρωτήν.
Α Ιω. 5,9 εἰ τὴν
μαρτυρίαν τῶν ἀνθρώπων λαμβάνομεν, ἡ μαρτυρία τοῦ Θεοῦ
μείζων ἐστίν· ὅτι αὕτη ἐστὶν ἡ
μαρτυρία τοῦ Θεοῦ ἣν μεμαρτύρηκε περὶ τοῦ υἱοῦ
αὐτοῦ.
Α Ιω. 5,9 Εάν δε δεχώμεθα ως αληθηνήν την μαρτυρίαν των
ανθρώπων, οι οποίοι ως άνθρωποι πιθανόν και να πλανώνται, ακόμη περισσότερον
και χωρίς κανένα δισταγμόν πρέπει να δεχθώμεν την μαρτυρίαν του Θεού, επειδή
αυτή είναι ασυγκρίτως ανωτέρα από την μαρτυρίαν των ανθρώπων· διότι η παρά πάνω
μαρτυρία είναι η απολύτως αξιόπιστος μαρτυρία του Θεού, την οποίαν έχει δώσει,
κατά τον πλέον επίσημον τρόπον περί του Υιού του.
Α Ιω. 5,10 ὁ πιστεύων εἰς
τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ ἔχει τὴν μαρτυρίαν ἐν
αὐτῷ· ὁ μὴ πιστεύων τῷ Θεῷ ψεύστην
πεποίηκεν αὐτόν, ὅτι οὐ πεπίστευκεν εἰς τὴν
μαρτυρίαν ἣν μεμαρτύρηκεν ὁ Θεὸς περὶ τοῦ υἱοῦ
αὐτοῦ.
Α Ιω. 5,10 Εκείνος δε που πιστεύει αδίστακτα στον Υιόν του
Θεού, έχει αυτήν την μαρτυρίαν μέσα του, επικυρωμένην και από την προσωπικήν
του πείραν ως πιστού Χριστιανού. Εκείνος όμως που δεν πιστεύει στον Θεόν, είναι
σαν να έχη κάμει αυτόν ψεύστην και ανάξιον εμπιστοσύνης, διότι δεν έχει
πιστεύσει εις την επίσηνος μαρτυρίαν, την οποίαν έχει δώσει ο Θεός περί του
Υιού του.
Α Ιω. 5,11 καὶ αὕτη ἐστὶν
ἡ μαρτυρία, ὅτι ζωὴν αἰώνιον ἔδωκεν ἡμῖν
ὁ Θεός, καὶ αὕτη ἡ ζωὴ ἐν τῷ υἱῷ
αὐτοῦ ἐστιν.
Α Ιω. 5,11 Και αυτή είναι η μεγάλη μαρτυρία του Θεού, ότι
αυτός έδωκεν εις ημάς τους πιστούς ζωήν αιώνιον. Και αυτή η αιώνιος και μακαρία
ζωή υπάρχει στον Υιόν του και μεταδίδεται δια του Υιού του εις όσους πιστεύουν
εις αυτόν.
Α Ιω. 5,12 ὁ ἔχων τὸν
υἱὸν ἔχει τὴν ζωήν· ὁ μὴ ἔχων τὸν
υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὴν ζωὴν οὐκ ἔχει.
Α Ιω. 5,12 Διότι πράγματι εκείνος που έχει εις την καρδίαν του
τον Υιόν και είναι ενωμένος με αυτόν δια της πίστεως, έχει την μαρτυρίαν και
την αιωνίαν ζωήν. Εκείνος όμως που δεν έχει μέσα του τον Υιόν του Θεού, δεν
έχει την αιωνίαν ζωήν.
Α Ιω. 5,13 Ταῦτα ἔγραψα
ὑμῖν τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ
υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἵνα εἰδῆτε ὅτι
ζωὴν αἰώνιον ἔχετε, καὶ ἵνα πιστεύητε εἰς τὸ
ὄνομα τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
Α Ιω. 5,13 Εγραψα αυτά εις σας, που πιστεύετε με όλην σας την
καρδίαν στο όνομα του Υιού του Θεού, δια να γνωρίσετε καλά, ότι έχετε αιωνίαν
ζωήν και δια να πιστεύσετε ακόμη περισότερον και σταθερότερον στο όνομα του
Υιού του Θεού.
Α Ιω. 5,14 καὶ αὕτη ἐστὶν
ἡ παῤῥησία ἣν ἔχομεν πρὸς αὐτόν, ὅτι
ἐάν τι αἰτώμεθα κατὰ τὸ θέλημα αὐτοῦ, ἀκούει
ἡμῶν.
Α Ιω. 5,14 Και αυτή η πίστις είναι το θάρρος και η παρρησία,
που έχομεν προς τον Θεόν, που εκδηλώνεται και στο γεγονός, ότι εάν του ζητούμεν
κάτι σύμφωνον προς το θέλημά του, ακούει την προσευχήν μας και εκπληρώνει το
αίτημά μας.
Α Ιω. 5,15 καὶ ἐὰν
οἴδαμεν ὅτι ἀκούει ἡμῶν ὃ ἂν αἰτώμεθα,
οἴδαμεν ὅτι ἔχομεν τὰ αἰτήματα ἃ ᾐτήκαμεν
παρ᾿ αὐτοῦ.
Α Ιω. 5,15 Και εφ' όόσον γνωρίζομεν καλά και είμεθα βέβαιοι
ότι μας ακούει εις ο,τι ηθέλαμεν ζητήσει από αυτόν, γνωρίζομεν επίσης καλά, ότι
έχομεν και τα αιτήματα που εζητήσαμεν από αυτόν δια της προσευχής (εφ' όσον
βέβαια αυτά είναι σύμφωνα με το άγιον θέλημα του).
Α Ιω. 5,16 Ἐάν τις ἴδῃ
τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἁμαρτάνοντα ἁμαρτίαν
μὴ πρὸς θάνατον, αἰτήσει, καὶ δώσει αὐτῷ
ζωήν, τοῖς ἁμαρτάνουσι μὴ πρὸς θάνατον. ἔστιν ἁμαρτία
πρὸς θάνατον· οὐ περὶ ἐκείνης λέγω ἵνα ἐρωτήσῃ.
Α Ιω. 5,16 Εάν κανείς ίδη τον αδελφόν του να διαπράττη
αμαρτίαν, η οποία δεν φέρει πνευματικόν θάνατον, θα ζητήση από τον Θεόν δια της
προσευχής και θα δώση ο Θεός εις αυτόν ζωήν· δηλαδή θα δώση άφεσιν και ζωήν,
εις εκείνους που περιπίπτουν εις μη θανάσιμα αμαρτήματα. Υπάρχει αμαρτία, η
οποία οδηγεί προς τον πνευματικόν θάνατον· δεν λέγω και δεν προτρέπω να
παρακαλέση κανείς τον Θεόν δια την θανάσιμον και αθεράπευτον πλέον αυτήν
αμαρτίαν.
Α Ιω. 5,17 πᾶσα ἀδικία
ἁμαρτία ἐστί· καὶ ἔστιν ἁμαρτία οὐ πρὸς
θάνατον.
Α Ιω. 5,17 Καθε αδικία, και η πλέον μικρά παράβασις του θείου
θελήματος, είναι αμαρτία. Αλλ' υπάρχει και αμαρτία, που οδηγεί προς τον πνευματικόν
θάνατον.
Α Ιω. 5,18 Οἴδαμεν ὅτι
πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐχ ἁμαρτάνει,
ἀλλ᾿ ὁ γεννηθεὶς ἐκ τοῦ Θεοῦ τηρεῖ
ἑαυτόν, καὶ ὁ πονηρὸς οὐχ ἅπτεται αὐτοῦ.
Α Ιω. 5,18 Γνωρίζομεν δε καλά, ότι καθένας που έχει αναγεννηθή
από τον Θεόν, αγωνίζεται επιτυχώς κατά της αμαρτίας και δεν αμαρτάνει. Αλλά
προφυλάσσει τον ευατόν του από την αμαρτίαν εκείνος, που έχει αναγεννηθή από
τον Θεόν, και ο πονηρός δεν τον θίγει ούτε και έχει καμμίαν εξουσίαν επάνω εις
αυτόν.
Α Ιω. 5,19 οἴδαμεν ὅτι
ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐσμεν, καὶ ὁ κόσμος ὅλος ἐν
τῷ πονηρῷ κεῖται.
Α Ιω. 5,19 Εχομεν βεβαίαν την πληροφορίαν της συνειδήσεως ότι
ημείς οι πιστοί είμεθα από τον Θεόν, ενώ εξ αντιθέτου όλοι οι μακράν του Θεού,
οι άνθρωποι του αμαρτωλού κόσμου, είναι βυθισμένοι μέσα εις την πονηρίαν και ευρίσκονται
κάτω από την εξουσίαν του πονηρού.
Α Ιω. 5,20 οἴδαμεν δὲ ὅτι
ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἥκει καὶ δέδωκεν ἡμῖν
διάνοιαν ἵνα γινώσκωμεν τὸν ἀληθινόν· καί ἐσμεν ἐν
τῷ ἀληθινῷ, ἐν τῷ υἱῷ αὐτοῦ
Ἰησοῦ Χριστῷ. οὗτός ἐστιν ὁ ἀληθινὸς
Θεὸς καὶ ζωὴ αἰώνιος.
Α Ιω. 5,20 Γνωρίζομεν δε καλά, ότι ο Υιός του Θεού έχει έλθει
και μας έδωσε νουν φωτισμένον και ικανόν να γνωρίζωμεν τον αληθινόν Θεόν.
Είμεθα δε και ζώμεν μέσα στον αληθινόν Θεόν, δια του Υιού του, του Ιησού
Χριστού. Και αυτός, ο Ιησούς Χριστός, είναι ο αληθινός Θεός, και η αιώνιος ζωή
και η ανεξάντλητος πηγή της αιωνίας ζωής.
Μαρκ. 15,1 Καὶ εὐθέως ἐπὶ
τὸ πρωΐ συμβούλιον ποιήσαντες οἱ ἀρχιερεῖς μετὰ τῶν
πρεσβυτέρων καὶ γραμματέων καὶ ὅλον τὸ συνέδριον,
δήσαντες τὸν Ἰησοῦν ἀπήνεγκαν καὶ παρέδωκαν τῷ
Πιλάτῳ.
Μαρκ. 15,1 Και αμέσως το πρωϊ έκαμαν την επίσημον νομικήν
συνεδρίασιν οι αρχιερείς με τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς και όλους τους
συνέδρους και αφού κατεδίκασαν τον Ιησούν, τον έδεσαν, τον έφεραν και τον
παρέδωσαν ως εγκληματίαν άξιον θανάτου στον Πιλάτον.
Μαρκ. 15,2 καὶ ἐπηρώτησεν
αὐτὸν ὁ Πιλᾶτος· σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς
τῶν Ἰουδαίων; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ·
σὺ λέγεις.
Μαρκ. 15,2 Και τον ηρώτησε ο Πιλάτος έπειτα από τις κατηγορίες
που είχε ακούσει εναντίον του εκ μέρους των Εβραίων· “συ είσαι ο βασιλεύς των
Ιουδαίων;” Αποκριθείς δε ο Ιησούς του είπεν· “συ λέγεις, ότι είμαι βασιλεύς των
Ιουδαίων”.
Μαρκ. 15,3 καὶ κατηγόρουν αὐτοῦ
οἱ ἀρχιερεῖς πολλά, αὐτὸς δὲ οὐδὲν
ἀπεκρίνατο.
Μαρκ. 15,3 Και οι αρχιερείς επέμειναν να κατηγορούν αυτόν δια
πολλά εγκλήματα, άξια θανάτου. Αυτός όμως δεν έδιδε καμμίαν απόκρισιν.
Μαρκ. 15,4 ὁ δὲ Πιλᾶτος
πάλιν ἐπηρώτα αὐτὸν λέγων· οὐκ ἀποκρίνῃ
οὐδέν; ἴδε πόσα σου καταμαρτυροῦσιν.
Μαρκ. 15,4 Ο δε Πιλάτος πάλιν τον ηρώτησε λέγων· “δεν αποκρίνεσαι
τίποτε; Κυτταξε, πόσα αυτοί καταθέτουν εναντίον σου”!
Μαρκ. 15,5 ὁ δὲ Ἰησοῦς
οὐκέτι οὐδὲν ἀπεκρίθη, ὥστε θαυμάζειν τὸν
Πιλᾶτον.
Μαρκ. 15,5 Ο δε Ιησούς δεν απεκρίθη πλέον τίποτε, ώστε ο Πιλάτος
να θαυμάζη (διότι τον έβλεπε να μη προσφεύγη εις απολογίαν και διαμαρτυρίας
εναντίον των κατηγόρων του).
Μαρκ. 15,6 Κατὰ δὲ ἑορτὴν
ἀπέλυεν αὐτοῖς ἕνα δέσμιον, ὅνπερ ᾐτοῦντο.
Μαρκ. 15,6 Καθε δε εορτήν του πάσχα ο ηγεμών εσυνήθιζε να απολύη
προς χάριν αυτών ένα φυλακισμένον, εκείνον που θα εζητούσαν.
Μαρκ. 15,7 ἦν δὲ ὁ
λεγόμενος Βαραββᾶς μετὰ τῶν συστασιαστῶν δεδεμένος, οἵτινες
ἐν τῇ στάσει φόνον πεποιήκεισαν.
Μαρκ. 15,7 Υπήρχε δε εις την φυλακήν κάποιος λεγόμενος Βαραββάς,
δεμένος μαζή με τους στασιαστάς, οι οποίοι εις την γνωστήν ανταρσίαν είχαν
διαπράξει φόνον.
Μαρκ. 15,8 καὶ ἀναβοήσας
ὁ ὄχλος ἤρξατο αἰτεῖσθαι καθὼς ἀεὶ
ἐποίει αὐτοῖς.
Μαρκ. 15,8 Και εκραύγασε δυνατά ο όχλος και ήρχισαν να ζητούν από
τον Πιλάτον να απολύση ένα δέσμιον, όπως πάντοτε εσυνήθιζε να κάμνη εις αυτούς.
Μαρκ. 15,9 ὁ δὲ Πιλᾶτος
ἀπεκρίθη αὐτοῖς λέγων· θέλετε ἀπολύσω ὑμῖν
τὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων;
Μαρκ. 15,9 Ο δε Πιλάτος απήντησε και τους είπε· “Θελετε να
απολύσω προς χάριν σας τον βασιλέα των Ιουδαίων;”
Μαρκ. 15,10 ἐγίνωσκε γὰρ ὅτι
διὰ φθόνον παραδεδώκεισαν αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς.
Μαρκ. 15,10 Και επρότεινε τούτο, διότι εγνώριζεν, ότι ένεκα φθόνου
τον είχαν παραδώσει οι αρχιερείς.
Μαρκ. 15,11 οἱ δὲ ἀρχιερεῖς
ἀνέσεισαν τὸν ὄχλον ἵνα μᾶλλον τὸν Βαραββᾶν
ἀπολύσῃ αὐτοῖς.
Μαρκ. 15,11 Οι δε αρχιερείς εξεσήκωσαν και έπεισαν τον όχλον να
ζητήση όπως απολύση, κατά προτίμησίν των, τον Βαραββάν.
Μαρκ. 15,12 ὁ δὲ Πιλᾶτος
ἀποκριθεὶς πάλιν εἶπεν αὐτοῖς· τί οὖν
θέλετε ποιήσω ὃν λέγετε τὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων;
Μαρκ. 15,12 Ο δε Πιλάτος (ο οποίος ένεκα της δειλείας του ήθελε να
απολύση τον Χριστόν κατά χάριν και όχι διότι τον ευρήκε αθώον) απεκρίθη πάλιν
και τους είπε· “τι λοιπόν θέλετε να κάμω αυτόν, που τον ονομάζετε βασιλέα των
Ιουδαίων;
Μαρκ. 15,13 οἱ δὲ πάλιν ἔκραξαν·
σταύρωσον αὐτόν.
Μαρκ. 15,13 Εκείνοι δε πάλιν έκραξαν· “σταύρωσέ τον”.
Μαρκ. 15,14 ὁ δὲ Πιλᾶτος
ἔλεγεν αὐτοῖς· τί γὰρ ἐποίησε κακόν; οἱ
δὲ περισσοτέρως ἔκραξαν· σταύρωσον αὐτόν.
Μαρκ. 15,14 Ο δε Πιλάτος έλεγε εις αυτούς· “διατί θέλετε τον θάνατόν
του;” Τι κακόν έκαμε; Αυτοί ομως εφώναζαν δυνατώτερα· “σταύρωσέ τον”.
Μαρκ. 15,15 ὁ δὲ Πιλᾶτος
βουλόμενος τῷ ὄχλῳ τὸ ἱκανὸν ποιῆσαι,
ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν, καὶ παρέδωκε
τὸν Ἰησοῦν φραγελλώσας ἵνα σταυρωθῇ.
Μαρκ. 15,15 Ο δε Πιλάτος επειδή ήθελε να ικανοποιήση τον όχλον,
απελευθέρωσε τον Βαραββάν και τον Ιησούν, αφού πρώτον διέταξε να τον
μαστιγώσουν με το φραγγέλιον, τον παρέδωσε, δια να σταυρωθή, (χωρίς να
υποπτεύεται ότι θα προσεφέρετο η μεγάλη λυτρωτική θυσία υπέρ των ανθρώπων).
http://hristospanagia3.blogspot.gr/