Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος γεννήθηκε στὴν Δαμασκὸ τῆς Συρίας περὶ τὸ ἔτος 580 μ.Χ. καὶ ἦταν υἱὸς εὐσεβῶν καὶ ἐνάρετων γονέων, τοῦ Πλινθᾶ καὶ τῆς Μυρούς. Λόγω τῆς καταγωγῆς του ἀποκαλεῖται καὶ Δαμασκηνός.
Κατὰ τὴν νεαρή του ἡλικία ἐπισκέφθηκε τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ ἀββᾶ Θεοδοσίου, ὅπου συνδέθηκε πνευματικὰ μὲ τὸν ἐκεῖ ἀσκούμενο Ἰωάννη τὸν Μόσχο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο διδάχθηκε πολλά.
Μὲ τὴν συνοδεία αὐτοῦ ἐπισκέφθηκε τὴν Αἴγυπτο, ὅπου συνδέθηκε μὲ τὸν κύκλο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Ἐλεήμονος καὶ τὴ Ρώμη. Τότε πέθανε καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Μόσχος (620 μ.Χ.).
Ὁ Σωφρόνιος μετακόμισε τὸ λείψανο αὐτοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα καί, ἀφοῦ τὰ ἐνταφίασε στὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου, ἐπανέκαμψε στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἐκεῖ προσβλήθηκε τότε ἀπὸ ἀνίατη ἀσθένεια τῶν ὀφθαλμῶν. Ἐπισκέφθηκε τότε τὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Κύρου καὶ Ἰωάννου στὸ Ἀμπουκὶρ καὶ θεραπεύθηκε. Τὸ θαῦμα αὐτὸ περιέλαβε σὲ ἐγκώμιό του πρὸς τοὺς Ἁγίους αὐτούς. Στὴν συνέχεια ἐπισκέφθηκε τὴν Κωνσταντινούπολη μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ προσεταιρισθεῖ τὸν Πατριάρχη Σέργιο Α’ (610-638 μ.Χ.) στὶς θέσεις του κατὰ τῶν Μονοφυσιτῶν καὶ νὰ ἐκφράσει τὶς διαφωνίες του κατὰ τοῦ ἑνωτικοῦ σχεδίου, τὸ ὁποῖο ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Κῦρος ὁ ἀπὸ Φάσιδος (630-643 μ.Χ.) ἑτοίμαζε γιὰ νὰ σιγάσει τὴν διαμάχη μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Μονοφυσιτῶν. Ἀλλὰ ἀπέτυχε καὶ ἀπογοητευμένος ἐπανῆλθε στὰ Ἱεροσόλυμα.