Λένε πολλοί κατήγοροι
τοῦ χριστιανισμοῦ: Δέν μποροῦμε νά ἀποδεχθοῦμε τίς μαρτυρίες τῶν συγγραφέων τῆς
Καινῆς Διαθήκης γιά τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Διότι ὅλοι αὐτοί εἶναι πολύ λογικό νά ἔγραψαν πράγματα
ψεύτικα, ἀνιστόρητα καί ὑποκειμενικά γιά τόν Διδάσκαλό τους.
Τί ἔχουμε νά ἀπαντήσουμε;
Ὅτι οἱ ἀπόστολοι δέν
κήρυτταν θεωρίες καί φιλοσοφίες, ἀλλά κατέγραφαν γεγονότα πού ἄν ἦταν ψεύτικα,
φανταστικά ἤ ἀνιστόρητα, θά μποροῦσαν ἀμέσως νά διαψευσθοῦν ἀπό τούς ἐχθρούς τοῦ
Χριστοῦ. Κι αὐτό τό ἤξεραν πάρα πολύ καλά οἱ
συγγραφεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης ὅταν
συνέγραφαν τά ἱερά τους κείμενα. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς τόνιζαν πρός κάθε κατεύθυνση:
Δέν σᾶς μιλᾶμε γιά παραμύθια, ἀλλά γιά τήν πιό μεγάλη πραγματικότητα. Γιά τό
μεγαλύτερο πρόσωπο. Σᾶς κηρύττουμε Αὐτόν πού εἴδαμε μέ τά μάτια μας, Αὐτόν πού ἀγγίξαμε,
Αὐτόν πού ψηλάφησαν τά χέρια μας, Αὐτόν μαζί μέ τόν ὁποῖο φάγαμε καί ἤπιαμε,
πού ζήσαμε μαζί Του.