Β Πε. 1,20 τοῦτο πρῶτον
γινώσκοντες, ὅτι πᾶσα προφητεία γραφῆς ἰδίας ἐπιλύσεως
οὐ γίνεται.
Β Πε. 1,20 Υπό την απαραίτητον προϋπόθεσιν ότι τούτο προ παντός
πρέπει να γνωρίζετε· ότι κάθε προφητεία της Αγίας Γραφής δεν λύεται και δεν
αποσαφηνίζεται κατά την προσωπικήν εκάστου αντίληψιν, αλλά με τον φωτισμόν του
Αγίου Πνεύματος.
Β Πε. 1,21 οὐ γὰρ
θελήματι ἀνθρώπου ἠνέχθη ποτὲ προφητεία, ἀλλ᾿ ὑπὸ
Πνεύματος Ἁγίου φερόμενοι ἐλάλησαν ἅγιοι Θεοῦ ἄνθρωποι.
Β Πε. 1,21 Διότι ποτέ έως τώρα δεν ελέχθη προφητεία με τον νουν
και το θέλημα του ανθρώπου, αλλά οι άγιοι άνθρωποι του Θεού, οι προφήται,
επροφήτευσαν εμπνεόμενοι και οδηγούμενοι από το Αγιον Πνεύμα.
Β Πε. 2,1 Ἐγένοντο δὲ
καὶ ψευδοπροφῆται ἐν τῷ λαῷ, ὡς καὶ ἐν
ὑμῖν ἔσονται ψευδοδιδάσκαλοι, οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσεις
ἀπωλείας, καὶ τὸν ἀγοράσαντα αὐτοὺς
δεσπότην ἀρνούμενοι ἐπάγοντες ἑαυτοῖς ταχινὴν ἀπώλειαν·
Β Πε. 2,1 Εκτός όμως των αληθινών προφητών ανεφάνησαν και
ψευδοπροφήται στον ιουδαϊκόν λαόν, όπως άλλωστε και μεταξύ σας θα παρουσιασθούν
ψευδοδιδάσκαλοι, οι οποίοι με πολλήν επιτηδειότητα και πανουργίαν θα
προσπαθήσουν να εισαγάγουν και διαδώσουν ολεθρίας αιρέσεις. Θα αρνούνται δε και
θα παραμερίζουν αυτόν τον Κυριον και Δεσπότην, που τους εξηγόρασεν από την
αιωνίαν καταδίκην με το αίμα του, και θα επισύρουν εναντίον του εαυτού των ταχείαν
καταστροφήν.
Β Πε. 2,2 καὶ πολλοὶ ἐξακολουθήσουσιν
αὐτῶν ταῖς ἀσελγείαις, δι᾿ οὓς ἡ ὁδὸς
τῆς ἀληθείας βλασφημηθήσεται·
Β Πε. 2,2 Και πολλοί θα παρασυρθούν από τους δολίους αυτούς
αιρετικούς και θα ακολουθήσουν τας διαφόρους αυτών ακολασίας. Εξ αιτίας δε όλων
αυτών θα βλασφημηθή και θα κακολογηθή ο δρόμος της χριστιανικής αληθείας, που
οδηγεί στον αγιασμόν και την ομοίωσιν προς τον Θεόν.
Β Πε. 2,3 καὶ ἐν
πλεονεξίᾳ πλαστοῖς λόγοις ὑμᾶς ἐμπορεύσονται, οἷς
τὸ κρῖμα ἔκπαλαι οὐκ ἀργεῖ, καὶ ἡ
ἀπώλεια αὐτῶν οὐ νυστάξει.
Β Πε. 2,3 Και οι ψευδοδιδάσκαλοι αυτοί, σαν απατεώνες και
δόλιοι έμποροι, δια να επιτύχουν εις βάρος σας αισχρά κέρδη, θα σας
εκμεταλλευθούν με ψευδείς διδασκαλίας, τας οποίας θα συλλαμβάνη και θα πλάθη η
νοσηρά των διάνοια. Εναντίον αυτών η καταδίκη δεν θα βραδύνη, όπως και εις την
παλαιάν εποχήν δεν εβράδυνε εναντίον άλλων ομοίων των, και η απώλειά των δεν
κοιμαται (αλλά θα εκσπάση βαρεία εναντίον των, όταν σταματήση πλέον η
μακροθυμία του Θεού).
Β Πε. 2,4 εἰ γὰρ ὁ
Θεὸς ἀγγέλων ἁμαρτησάντων οὐκ ἐφείσατο, ἀλλὰ
σειραῖς ζόφου ταρταρώσας παρέδωκεν εἰς κρίσιν τηρουμένους,
Β Πε. 2,4 Διότι, εάν ο Θεός δεν ελυπήθη και δεν ελογαριασε
και αυτούς ακόμη τους αγγέλους που είχαν αμαρτήσει, αλλά με φοβερές αλυσίδες
δεμένους τους έρριψε στο βαθύ σκοτάδι του ταρτάρου και τους παρέδωσε να
φρουρούνται δια την ημέραν της κρίσεως·
Β Πε. 2,5 καὶ ἀρχαίου
κόσμου οὐκ ἐφείσατο, ἀλλὰ ὄγδοον Νῶε
δικαιοσύνης κήρυκα ἐφύλαξε, κατακλυσμὸν κόσμῳ ἀσεβῶν
ἐπάξας,
Β Πε. 2,5 και εάν τον παλαιόν εκείνον κόσμον της εποχής του
κατακλυσμού δεν ελυπήθη, αλλά διεφύλαξε μόνον τον Νώε και επτά άλλους από την
καταστροφήν, όταν εξαπέλυσε τον κατακλυσμόν στον κόσμον των ασεβών·
Β Πε. 2,6 καὶ πόλεις
Σοδόμων καὶ Γομόῤῥας τεφρώσας καταστροφῇ κατέκρινεν, ὑπόδειγμα
μελλόντων ἀσεβεῖν τεθεικώς,
Β Πε. 2,6 και εάν τας πόλεις των Σοδόμων και της Γομόρρας τας
έκαψε και τας έκαμε στάκτην και τας κατεδίκασε εις την φοβεράν αυτήν
καταστροφήν, να μένουν ως παράδειγμα της θείας οργής προς εκείνους, που θα
εζούσαν στο μέλλον με ασέβειαν και φαυλότητα·
Β Πε. 2,7 καὶ δίκαιον Λὼτ
καταπονούμενον ὑπὸ τῆς τῶν ἀθέσμων ἐν ἀσελγείᾳ
ἀναστροφῆς ἐῤῥύσατο· -
Β Πε. 2,7 και εάν τον δίκαιον Λωτ τον εγλύτωσε όταν
εταλαιπωρείτο και υπέφερε από την φαύλην συμπεριφοράν και ζωήν εκείνων, που με
τας βδελυράς ακολασίας των καταπατούσαν και παρεβίαζαν τους φυσικούς θεσμούς
της συνειδήσεως,
Β Πε. 2,8 βλέμματι γὰρ καὶ
ἀκοῇ ὁ δίκαιος, ἐγκατοικῶν ἐν αὐτοῖς,
ἡμέραν ἐξ ἡμέρας ψυχὴν δικαίαν ἀνόμοις ἔργοις
ἐβασάνιζεν· -
Β Πε. 2,8 -διότι ο δίκαιος Λωτ βλέπων με τα μάτια του και ακούων
καθημερινώς τας φαυλότητας εκείνων εν μέσω των οποίων κατοικούσε, έθετεν εις
δοκιμασίαν και βάσανον κάθε ημέραν την δικαίαν ψυχήν του με τα παράνομα έργα
των, χωρίς καθόλου να παρασυρθή από το ελεεινόν παράδειγμα των-.
Β Πε. 2,9 οἶδε Κύριος εὐσεβεῖς
ἐκ πειρασμοῦ ῥύεσθαι, ἀδίκους δὲ εἰς ἡμέραν
κρίσεως κολαζομένους τηρεῖν,
Β Πε. 2,9 Ολα αυτά μαρτυρούν, ότι γνωρίζει ο Κυριος τους μεν
ευσεβείς να τους γλυτώνη και να τους σώζη από δοκιμασίας και περιπετείας, τους
δε αδίκους, οι οποίοι και κατά την παρούσαν ζωήν βασανίζονται από την
αμαρτωλότητά των, να τους φυλάττη δια την μεγάλην εκείνην ημέραν της Κρίσεως
(οπότε και θα τους επιβάλη πλήρη την τιμωρίαν).
Λουκ.
13,9 κἂν μὲν ποιήσῃ
καρπόν· εἰ δὲ μήγε, εἰς τὸ μέλλον ἐκκόψεις αὐτήν.
Λουκ. 13,9 Και εάν μεν κάμη καρπόν, την αφίνομεν, εάν όμως δεν
κάμη, τότε θα την κόψης στο μέλλον”. (Ο Θεός δεχόμενος παράκλησιν του Υιού του
παριμένει την μετάνοιαν του αμαρτωλού και τα καλά του έργα ως πνευματικήν
καρποφορίαν. Εάν όμως ο αμαρτωλός μείνη σκληρυμμένος και αμετανόητος, τότε ο
Θεός θα τον τιμωρήση. Αυτό συνέβη με τους αμετανοήτους Εβραίους, τους οποίους
εσυμβόλιζε η άκαρπος συκή).
Λουκ.
13,10 Ἦν δὲ διδάσκων ἐν
μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι.
Λουκ. 13,10 Καποιο Σαββατο εδίδασκε εις μίαν από τας συναγωγάς.
Λουκ.
13,11 καὶ ἰδοὺ
γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ
ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι
εἰς τὸ παντελές.
Λουκ. 13,11 Και ιδού είχε έλθει εκεί μία γυναίκα, η οποία ένεκα
μοχθηράς επιδράσεως πονηρού πνεύματος, ήτο ασθενής δέκα οκτώ χρόνια, σκυμμένη
συνεχώς, χωρίς καθόλου να ημπορή να σηκώση όρθιον το σώμα και την κεφαλήν της.
Λουκ.
13,12 ἰδὼν δὲ αὐτὴν
ὁ Ἰησοῦς προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ·
γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου·
Λουκ. 13,12 Οταν την είδε ο Ιησούς, της εφώναξε και της είπε·
“γυναίκα, ελευθερώνεσαι από την ασθένειάν σου”.
Λουκ.
13,13 καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ
τὰς χεῖρας· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ
ἐδόξαζε τὸν Θεόν.
Λουκ. 13,13 Και έβαλεν επάνω της τας χείρας του. Και αμέσως
εστάθηκε όρθια αυτή, απέκτησε δηλαδή την υγείαν της και εδόξαζε τον Θεόν.