Α Κορ. 9,19 Ἐλεύθερος γὰρ
ὢν ἐκ πάντων πᾶσιν ἐμαυτὸν ἐδούλωσα, ἵνα
τοὺς πλείονας κερδήσω·
Α Κορ. 9,19 Επί τη ευκαιρία δε πρέπει να σας είπω ότι και άλλας
θυσίας έχω κάμει. Διότι αν και ήμουν ελεύθερος από όλους, χωρίς κανένα κύριον
επί του εαυτού μου, εν τούτοις έκαμα τον εαυτόν μου δούλον εις όλους, δια να
κερδήσω στον Χριστόν τους περισσοτέρους.
Α Κορ. 9,20 καὶ ἐγενόμην
τοῖς Ἰουδαίοις ὡς Ἰουδαῖος, ἵνα Ἰουδαίους
κερδήσω· τοῖς ὑπὸ νόμον ὡς ὑπὸ νόμον, ἵνα
τοὺς ὑπὸ νόμον κερδήσω·
Α Κορ. 9,20 Και έγινα μεταξύ των Ιουδαίων σαν Ιουδαίος, δια να
κερδήσω Ιουδαίους· εις εκείνους που ευρίσκοντο υπό την εξουσίαν του μωσαϊκού
Νομου έγινα σαν να ήμουν και εγώ υπό Νομον, δια να κερδήσω τους υπό Νομον.
Α Κορ. 9,21 τοῖς ἀνόμοις ὡς
ἄνομος, μὴ ὢν ἄνομος Θεῷ, ἀλλ᾿ ἔννομος
Χριστῷ, ἵνα κερδήσω ἀνόμους·
Α Κορ. 9,21 Εις τους εθνικούς που δεν είχαν τον μωσαϊκόν Νομον,
έγινα σαν άνομος χωρίς φυσικά ποτέ να παραβώ νόμον Θεού, αλλά ζων σύμφωνα με
τον νόμον του Χριστού, δια να κερδήσω τους ανόμους.
Α Κορ. 9,22 ἐγενόμην τοῖς
ἀσθενέσιν ὡς ἀσθενής, ἵνα τοὺς ἀσθενεῖς
κερδήσω· τοῖς πᾶσι γέγονα τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς
σώσω.
Α Κορ. 9,22 Εις τους ασθενείς κατά την πίστιν και την αρετήν
Χριστιανούς έγινα κι' εγώ σαν ασθενής, δια να κερδήσω εις Χριστόν τους
ασθενείς. Εις όλους έγινα τα πάντα, χωρίς βέβαια να παραβώ ποτέ το θέλημα του
Θεού, δια να σώσω με κάθε τίμημα και θυσίαν έστω και μερικούς.
Α Κορ. 9,23 Τοῦτο δὲ ποιῶ
διὰ τὸ εὐαγγέλιον, ἵνα συγκοινωνὸς αὐτοῦ
γένωμαι.
Α Κορ. 9,23 Αυτό δε το πράττω δια το Ευαγγέλιον του Χριστού, δια να
γίνω και εγώ μαζή με τους άλλους πιστούς συμμέτοχος εις την χάριν και τας
δωρεάς, που παρέχει.
Α Κορ. 9,24 οὐκ οἴδατε ὅτι
οἱ ἐν σταδίῳ τρέχοντες πάντες μὲν τρέχουσιν, εἷς
δὲ λαμβάνει τὸ βραβεῖον; οὕτω τρέχετε, ἵνα
καταλάβητε.
Α Κορ. 9,24 Δεν γνωρίζετε τι συμβαίνει με αυτούς που τρέχουν στο
στάδιον; Οτι δηλαδή όλοι τρέχουν, ένας όμως παίρνει το βραβείον; Ετσι και σεις,
να τρέχετε με ενθουσιασμόν και επιμονήν τον δρόμον της αρετής, δια να κερδήσετε
όλοι, και όχι ένας μόνον, το βραβείον.
Α Κορ. 9,25 πᾶς δὲ ὁ
ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται, ἐκεῖνοι μὲν οὖν
ἵνα φθαρτὸν στέφανον λάβωσιν, ἡμεῖς δὲ ἄφθαρτον.
Α Κορ. 9,25 Εχετε δε βέβαια υπ' όψιν σας, ότι κάθε αθλητής
εγκρατεύεται από όλα, φαγητά, ποτά, κ.λ.π. εκείνοι μεν δια να πάρουν έναν
φθαρτόν στέφανον, ημείς δε δια να πάρωμεν από τον Θεόν τον άφθαρτον στέφανον.
Α Κορ. 9,26 ἐγὼ τοίνυν οὕτω
τρέχω, ὡς οὐκ ἀδήλως, οὕτω πυκτεύω, ὡς οὐκ ἀέρα
δέρων,
Α Κορ. 9,26 Εγώ, λοιπόν, έτσι τρέχω και αγωνίζομαι, όχι εις την
τύχην και χωρίς σκοπόν, αλλά με συγκεκριμένον σκοπόν. Ετσι πυγμαχώ προς κάτι
ωρισμένον και όχι σαν να γρονθοκοπώ αέρα.
Α Κορ. 9,27 ἀλλ᾿ ὑποπιάζω
μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ, μήπως ἄλλοις κηρύξας αὐτὸς
ἀδόκιμος γένωμαι.
Α Κορ. 9,27 Αλλά ταλαιπωρώ το σώμα μου και το υποβάλλω εις σκληράν
πειθαρχίαν και δουλείαν μήπως τυχόν ενώ θα έχω κηρύξει και καλέσει άλλους εις
σωτηρίαν, εγώ αποδοκιμασθώ από τον Θεόν.
Λουκ.
3,1 Ἐν ἔτει δὲ
πεντεκαιδεκάτῳ τῆς ἡγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος, ἡγεμονεύοντος
Ποντίου Πιλάτου τῆς Ἰουδαίας, καὶ τετραρχοῦντος τῆς
Γαλιλαίας Ἡρῴδου, Φιλίππου δὲ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ
τετραρχοῦντος τῆς Ἰτουραίας καὶ Τραχωνίτιδος χώρας, καὶ
Λυσανίου τῆς Ἀβιληνῆς τετραρχοῦντος,
Λουκ. 3,1 Κατά δε το δέκατον πέμπτον έτος της αυτοκρατορίας
του Τιβερίου Καίσαρος, όταν ηγεμών της Ιουδαίας ήτο ο Ποντιος Πιλάτος, και
τετράρχης της Γαλιλαίας ο Ηρώδης Αντίπας, ο δε Φιλιππος, ο αδελφός αυτού,
τετράρχης της Ιτουραίας και της Τραχωνίτιδος χώρας και ο Λυσανίας τετράρχης της
Αβιληνής,
Λουκ.
3,2 ἐπ᾿ ἀρχιερέως
Ἄννα καὶ Καϊάφα, ἐγένετο ῥῆμα Θεοῦ ἐπὶ
Ἰωάννην τὸν Ζαχαρίου υἱὸν ἐν τῇ ἐρήμῳ,
Λουκ. 3,2 όταν αρχιερείς εις Ιεροσόλυμα ήσαν ο Αννας και ο
Καϊάφας, διέταξεν ο Θεός τον Ιωάννην τον υιόν του Ζαχαρίου, που έμενεν εις την
έρημον,
Λουκ.
3,3 καὶ ἦλθεν εἰς
πᾶσαν τὴν περίχωρον τοῦ Ἰορδάνου κηρύσσων βάπτισμα
μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν,
Λουκ. 3,3 και ήλθεν εις όλην την περιοχήν του Ιορδάνου,
κηρύσσων προς τον λαόν του Ισραήλ και προτρέπων αυτούς να βαπτισθούν βάπτισμα
μετανοίας, δια να πάρουν άφεσιν αμαρτιών που θα τους έδιδεν εντός ολίγου ο
Μεσσίας.
Λουκ.
3,4 ὡς γέγραπται ἐν
βίβλῳ λόγων Ἡσαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· φωνὴ βοῶντος
ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν
Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ·
Λουκ. 3,4 Αυτό δε το έργο του Ιωάννου είχε προαναγγελθή τα
θεόπνευστα λόγια του Ησαΐου, ο οποίος είχε προφητεύσει "θα ακουσθή φωνή
ανθρώπου, ο οποίος κράζει εις την έρημον και λέγει, ετοιμάσατε την οδόν του
Κυρίου, κάμετε ίσους και ομαλούς του δρόμους του, από τους οποίους θα περάση (προπαρασκευάσατε
δηλαδή τας καρδίας σας, διά να σας επισκεφθή ο Λυτρωτής)
Λουκ.
3,5 πᾶσα φάραγξ
πληρωθήσεται καὶ πᾶν ὄρος καὶ βουνὸς
ταπεινωθήσεται, καὶ ἔσται τὰ σκολιὰ εἰς εὐθεῖαν
καὶ αἱ τραχεῖαι εἰς ὁδοὺς λείας,
Λουκ. 3,5 Καθε φάραγγι θα γεμίση (θα σκεπασθούν δηλαδή τα
χάσματα, που η έλλειψις της αρετής δημιουργεί εις τας ψυχάς) και κάθε όρος και
βουνό θα χαμηλώση και θα ισοπεδωθή (κάθε δηλαδή εγωϊσμός και υψηλοφροσύνη, που
εμποδίζει την λυτρωτική χάριν του Θεού, θα εξαλειφθή και θα σβήση από τας
ψυχάς) τα στραβά και ανώμαλα μονοπάτια θα γίνουν ευθεία οδός και οι πετρώδεις
δρόμοι ομαλοί.(Ανωμαλίαι και τραχύτητες και ιδιοτροπίαι που δημιουργούν τα
πάθη, θα φύγουν από τας ψυχάς, δια να υποδεχθούν αυταί τον Σωτήρα).
Λουκ.
3,6 καὶ ὄψεται πᾶσα
σὰρξ τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ.
Λουκ. 3,6 Και όταν θα πραγματοποιηθή αυτή η ηθική
προπαρασκευή, τότε κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος θα ιδή και θα απολαύση την
σωτηρίαν που στέλνει ο Θεός”.
Λουκ.
3,7 Ἔλεγεν οὖν τοῖς
ἐκπορευομένοις ὄχλοις βαπτισθῆναι ὑπ᾿ αὐτοῦ·
γεννήματα ἐχιδνῶν, τίς ὑπέδειξεν ὑμῖν φυγεῖν
ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς;
Λουκ. 3,7 Ελεγε δε ο Ιωάννης εις τα πλήθη του λαού, που
έβγαιναν από τας πόλεις και ήρχοντο να βαπτισθούν από αυτόν· “κακοί απόγονοι
από φαρμακερές οχιές, σεις που έχετε κληρονομήσει την κακίαν των προγόνων σας,
ποιός σας υπέδειξε τον τρόπον, δια να αποφύγετε την οργήν της θείας
δικαιοσύνης, που πρόκειτε έντος ολίγου να ξεσπάση;
Λουκ.
3,8 ποιήσατε οὖν καρποὺς
ἀξίους τῆς μετανοίας, καὶ μὴ ἄρξησθε λέγειν ἐν
ἑαυτοῖς, πατέρα ἔχομεν τὸν Ἀβραάμ· λέγω γὰρ
ὑμῖν ὅτι δύναται ὁ Θεὸς ἐκ τῶν λίθων
τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραάμ.
Λουκ. 3,8 Εάν με την καρδιά σας δέχεσθε ειλικρινώς το
βάπτισμα της μετανοίας και θέλετε να σωθήτε από την οργήν, κάμετε έργα αγαθά,
άξια και σύμφωνα με την μετάνοιάν σας. Και μην αρχίσετε να λέγετε μεταξύ σας με
αλαζονείαν· Εχομεν πατέρα τον Αβραάμ. Διότι σας λέγω τούτο, ότι ημπορεί ο Θεός
και από τους λίθους αυτούς να αναδείξη τέκνα στον Αβραάμ.
Λουκ.
3,9 ἤδη δὲ καὶ
ἡ ἀξίνη πρὸς τὴν ῥίζαν τῶν δένδρων κεῖται·
πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται
καὶ εἰς πῦρ βάλλεται.
Λουκ. 3,9 Τωρα δε και ο πέλεκυς της θείας κρίσεως ευρίσκεται
κοντά εις την ρίζαν των δένδρων· κάθε λοιπόν δένδρον, που δεν παράγει καρπόν
καλόν, κόβεται και ξερριζώνεται και ρίπτεται εις την φωτιά”.
Λουκ.
3,10 Καὶ ἐπηρώτων αὐτὸν
οἱ ὄχλοι λέγοντες· τί οὖν ποιήσομεν;
Λουκ. 3,10 Και τον ερωτούσαν τα πλήθη· “τι λοιπόν να κάμωμεν,
δια να σωθώμεν από την οργήν του Θεού;”
Λουκ.
3,11 ἀποκριθεὶς δὲ
λέγει αὐτοῖς· ὁ ἔχων δύο χιτῶνας μεταδότω τῷ
μὴ ἔχοντι, καὶ ὁ ἔχων βρώματα ὁμοίως ποιείτω.
Λουκ. 3,11 Απήντησε δε και τους είπε· “αυτός που έχει δύο
χιτώνας, ας δώση τον ένα εις εκείνον που δεν έχει, και Εκείνος που έχει τροφάς,
ας κάμη το ίδιο”.
Λουκ.
3,12 ἦλθον δὲ καὶ
τελῶναι βαπτισθῆναι, καὶ εἶπον πρὸς αὐτόν·
διδάσκαλε, τί ποιήσομεν;
Λουκ. 3,12 Ηλθαν δε και τελώναι να βαπτισθούν και είπαν προς
αυτόν· “διδάσκαλε τι να κάμωμεν;”
Λουκ.
3,13 ὁ δὲ εἶπε
πρὸς αὐτούς· μηδὲν πλέον παρὰ τὸ
διατεταγμένον ὑμῖν πράσσετε.
Λουκ. 3,13 Εκείνος δε τους είπε· “μη εισπράττετε τίποτε
παραπάνω από εκείνο, που έχει ορισθή από τον νόμον”.
Λουκ.
3,14 ἐπηρώτων δὲ αὐτὸν
καὶ στρατευόμενοι λέγοντες· καὶ ἡμεῖς τί
ποιήσομεν; καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· μηδένα
συκοφαντήσητε μηδὲ διασείσητε, καὶ ἀρκεῖσθε τοῖς ὀψωνίοις
ὑμῶν.
Λουκ. 3,14 Ερωτούσαν δε αυτόν και οι υπηρετούντες ως
στρατιώται, λέγοντες· “και ημείς τι να κάμωμεν;” Και είπε προς αυτούς· “κανένα
να μη συκοφαντήσετε, κανένα να μη εκφοβήσετε με απειλάς, δια να του αποσπάσετε
χρήματα, και να αρκήσθε στον μισθόν σας”.
Λουκ.
3,15 Προσδοκῶντος δὲ
τοῦ λαοῦ καὶ διαλογιζομένων πάντων ἐν ταῖς
καρδίαις αὐτῶν περὶ τοῦ Ἰωάννου, μήποτε αὐτὸς
εἴη ὁ Χριστός,
Λουκ. 3,15 Ενώ δε ο λαός επερίμενε τον Μεσσίαν και εσκέπτοντο
μέσα των δια τον Ιωάννην, μήπως αυτός είναι ο Χριστός,
Λουκ.
3,16 ἀπεκρίνατο ὁ Ἰωάννης
ἅπασι λέγων· ἐγὼ μὲν ὕδατι βαπτίζω ὑμᾶς·
ἔρχεται δὲ ὁ ἰσχυρότερός μου, οὗ οὐκ εἰμὶ
ἱκανὸς λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων
αὐτοῦ· αὐτὸς ὑμᾶς βαπτίσει ἐν
Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ πυρί.
Λουκ. 3,16 απεκρίθη ο Ιωάννης εις όλους, λέγων· “εγώ μεν σας
βαπτίζω με νερό, έρχεται όμως ο ισχυρότερός μου, του οποίου εγώ δεν είμαι άξιος
να λύσω το λωρί των υποδημάτων του· αυτός θα σας βαπτίση με Πνεύμα Αγιον και με
το αγιαστικόν πυρ της χάριτος.
Λουκ.
3,17 οὗ τὸ πτύον ἐν
τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ διακαθαριεῖ τὴν ἅλωνα
αὐτοῦ, καὶ συνάξει τὸν σῖτον εἰς τὴν ἀποθήκην
αὐτοῦ, τὸ δὲ ἄχυρον κατακαύσει πυρὶ ἀσβέστῳ.
Λουκ. 3,17 Αυτός κρατεί το φτυάρι στο χέρι του και θα
ξεκαθαρίση το αλώνι του και θα συγκεντρώση το σιτάρι εις την αποθήκην του (τους
δικαίους δηλαδή εις την βασιλείαν των ουρανών), το δε άχυρον (τους αμετανοήτους
δηλαδή αμαρτωλούς), θα τους κατακαύση με φωτιά, που δεν σβήνει ποτέ”.
Λουκ.
3,18 πολλὰ μὲν οὖν
καὶ ἕτερα παρακαλῶν εὐηγγελίζετο τὸν λαόν.
Λουκ. 3,18 Πολλά μεν λοιπόν και άλλα εδίδασκε προτρέπων εις
μετάνοιαν και παρηγορών τους θλιβομένους από την αμαρτίαν και εκήρυττε προς τον
λαόν το χαρμόσυνον μήνυμα της ελεύσεως του Χριστού.