Τὰ πάθη ἐμφανίζονται μέσα μας
κάθε τόσο. Ἡ ἐμφάνισή τους πιστοποιεῖ τὴν ἀκαθαρσία μας, ἀλλὰ δὲν μᾶς
ἐνοχοποιεῖ. Ἔνοχοι εἴμαστε ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ κλίνουμε εὐνοϊκὰ πρὸς
ὁποιοδήποτε πάθος, ἀπὸ τὴ στιγμή, δηλαδή, ποὺ ὄχι μόνο δὲν τὸ θεωροῦμε
ὡς ἐχθρὸ καὶ δὲν τὸ πολεμᾶμε μὲ τὸ θυμό, ἀλλὰ καὶ τὸ καλοδεχόμαστε,
ὅποτε ἐμφανίζεται, βρίσκοντας ἀπόλαυση στὸν ἐρεθισμὸ ποὺ μᾶς προξενεῖ.
Αὐτὴ ἡ στάση δείχνει διάθεση συμφιλιώσεως μὲ τὸ πάθος καί, συνεπῶς,
ἐναντιώσεως στὸν Θεό· «γιατί ὅποιος ἔχει σαρκικὸ φρόνημα, ἐχθρεύεται τὸν Θεὸ» (Ρωμ. η´ 7).
Μόλις ἀρχίζει ἡ εὐνοϊκὴ κλίση πρὸς τὸ πάθος, ὅσο ἀνεπαίσθητη κι ἂν εἶναι αὐτή, ἀρχίζει καὶ ἡ ἐνοχή. Καὶ ὅσο αὐξάνεται ἡ πρώτη, τόσο αὐξάνεται καὶ ἡ δεύτερη. Στὴ συνέχεια θὰ σοὺ περιγράψω τὴν σχετικὴ διαδικασία:
Ὅλη μέρα οἱ λογισμοὶ κινοῦνται. Κινοῦνται καὶ περιπλανιοῦνται πέρα-δῶθε.
Οἱ περισσότεροι εἶναι λογισμοὶ μάταιοι, καθὼς ἀναφέρονται σὲ κοινὲς
καθημερινὲς ὑποθέσεις καὶ ἐργασίες ρουτίνας. Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς τοὺς
λογισμοὺς ξεφυτρώνουν κάπου-κάπου καὶ ἄλλοι, ποὺ ἀποτελοῦν κενὰ
ὀνειροπολήματα.