Α Τιμ. 6,17 Τοῖς πλουσίοις ἐν
τῷ νῦν αἰῶνι παράγγελλε μὴ ὑψηλοφρονεῖν,
μηδὲ ἠλπικέναι ἐπὶ πλούτου ἀδηλότητι, ἀλλ᾿
ἐν τῷ Θεῷ τῷ ζῶντι, τῷ παρέχοντι ἡμῖν
πάντα πλουσίως εἰς ἀπόλαυσιν,
Α Τιμ. 6,17 Εις τους πλουσίους της παρούσης ζωής παραγγέλλε να μη
αλαζονεύωνται και υπερηφανεύωνται ούτε να θεμελιώνουν τας ελπίδας των εις την
αβεβαιότητα του πλούτου, αλλά να ελπίζουν στον ζώντα Θεόν, ο οποίος παρέχει τα
πάντα εις ημάς πλουσίως, δια να τα απολαμβάνωμεν·
Α Τιμ. 6,18 ἀγαθοεργεῖν,
πλουτεῖν ἐν ἔργοις καλοῖς, εὐμεταδότους εἶναι,
κοινωνικούς,
Α Τιμ. 6,18 παράγγελλε εις αυτούς να πράττουν αγαθά έργα, να
γίνωνται πλούσιοι όχι εις άψυχα και επικίνδυνα χρήματα, αλλ' εις καλά έργα. Να
είναι πρόθυμοι εις μετάδοσιν των αγαθών, που τους έχει δώσει ο Θεός,
καταδεκτικοί και ομιλητικοί,
Α Τιμ. 6,19 ἀποθησαυρίζοντας ἑαυτοῖς
θεμέλιον καλὸν εἰς τὸ μέλλον, ἵνα ἐπιλάβωνται τῆς
αἰωνίου ζωῆς.
Α Τιμ. 6,19 δια να αποθησαυρίζουν προς μεγάλην των ωφέλειαν
θεμέλιον καλόν και αμετακίνητον στο μέλλον, δια να κερδήσουν και κρατήσουν
πάντοτε την αιώνιον ζωήν
Α Τιμ. 6,20 Ὦ Τιμόθεε, τὴν
παρακαταθήκην φύλαξον, ἐκτρεπόμενος τὰς βεβήλους κενοφωνίας καὶ
ἀντιθέσεις τῆς ψευδωνύμου γνώσεως,
Α Τιμ. 6,20 Ω Τιμόθεε, την ιεράν παρακαταθήκην των αληθειών του
Ευαγγελίου φύλαξε την ακεραίαν και ανόθευτον και απόφευγε τας ανιέρους
ματαιολογίας και αντιλογίας της πλάνης η οποία φέρει το πλαστόν και ψεύτικον
όνομα της γνώσεως.
Α Τιμ. 6,21 ἥν τινες ἐπαγγελλόμενοι
περὶ τὴν πίστιν ἠστόχησαν. Ἡ χάρις μετὰ σοῦ·
ἀμήν.
Α Τιμ. 6,21 Αυτήν δε την ψεύτικην γνώσιν έχοντες μερικοί ως
επάγγελμα των και έργον των εξέπεσαν από την πίστιν και επλανήθησαν. Είθε η
χάρις να είναι πάντοτε μαζή σου. Αμήν.
Λουκ.
20,9 Ἤρξατο δὲ πρὸς
τὸν λαὸν λέγειν τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωπός
τις ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα, καὶ ἐξέδοτο αὐτὸν
γεωργοῖς καὶ ἀπεδήμησε χρόνους ἱκανούς.
Λουκ. 20,9 Ηρχισε δε να διδάσκη προς τον λαόν την εξής
παραβολήν· “ένας άνθρωπος εφύτευσε αμπέλι και έδωσεν αυτό με ενοίκιον στους
γεωργούς και εταξίδευσε δια πολύν καιρό εις ξένην χώραν.
Λουκ.
20,10 καὶ ἐν τῷ
καιρῷ ἀπέστειλε πρὸς τοὺς γεωργοὺς δοῦλον ἵνα
ἀπὸ τοῦ καρποῦ τοῦ ἀμπελῶνος δώσωσιν
αὐτῷ· οἱ δὲ γεωργοὶ δείραντες αὐτὸν
ἐξαπέστειλαν κενόν.
Λουκ. 20,10 Εις τον καιρόν δε της εσοδείας έστειλε προς τους
γεωργούς ένα δούλον, δια να του δώσουν το μέρος του καρπού, που εδικαιούτο. Οι
γεωργοί όμως αφού τον έδειραν, τον εδίωξαν αδειανόν.
Λουκ.
20,11 καὶ προσέθετο αὐτοῖς
πέμψαι ἕτερον δοῦλον. οἱ δὲ κἀκεῖνον
δείραντες καὶ ἀτιμάσαντες ἐξαπέστειλαν κενόν.
Λουκ. 20,11 Τοτε ο οικοδεσπότης απεφάσισε να στείλη ακόμη εις
αυτούς άλλον δούλον. Αυτοί δε, αφού και εκείνον έδειραν και εξευτέλισαν, τον
έστειλαν με αδειανά χέρια.
Λουκ.
20,12 καὶ προσέθετο πέμψαι
τρίτον. οἱ δὲ καὶ τοῦτον τραυματίσαντες ἐξέβαλον.
Λουκ. 20,12 Και απεφάσισε ακόμη να στείλη και τρίτον δούλον.
Εκείνοι όμως και τούτον, αφού ετραυμάτισαν, τον πέταξαν έξω από το αμπέλι.
Λουκ.
20,13 εἶπε δὲ ὁ
κύριος τοῦ ἀμπελῶνος· τί ποιήσω; πέμψω τὸν υἱόν
μου τὸν ἀγαπητόν· ἴσως τοῦτον ἰδόντες ἐντραπήσονται.
Λουκ. 20,13 Είπε τότε ο κύριος του αμπελιού· Τι να κάμω τώρα; Ενα
μου μένει· θα στείλω τον υιόν μου τον αγαπητόν. Ισως, όταν τον ίδουν, να
εντραπούν.
Λουκ.
20,14 ἰδόντες δὲ αὐτὸν
οἱ γεωργοὶ διελογίζοντο πρὸς ἑαυτοὺς
λέγοντες· οὗτός ἐστιν ὁ κληρονόμος· δεῦτε ἀποκτείνωμεν
αὐτόν, ἵνα ἡμῶν γένηται ἡ κληρονομία.
Λουκ. 20,14 Οταν όμως τον είδαν οι γεωργοί, εσκέπτοντο μεταξύ των
και έλεγαν· Αυτός είναι ο κληρονόμος· ελάτε λοιπόν να τον θανατώσωμεν, δια να
γίνη πλέον ιδική μας η κληρονομία.
Λουκ.
20,15 καὶ ἐκβαλόντες αὐτὸν
ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος ἀπέκτειναν. τί οὖν
ποιήσει αὐτοῖς ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος;
Λουκ. 20,15 Και αφού τον έβγαλαν έξω από το αμπέλι, τον εφόνευσαν.
Τι λοιπόν θα κάμη εναντίον αυτών ο κύριος του αμπελιού;
Λουκ.
20,16 ἐλεύσεται καὶ ἀπολέσει
τοὺς γεωργοὺς τούτους, καὶ δώσει τὸν ἀμπελῶνα
ἄλλοις. ἀκούσαντες δὲ εἶπον· μὴ γένοιτο.
Λουκ. 20,16 Θα έλθη ο ίδιος και θα εξολοθρεύση τους γεωργούς αυτούς
και θα δώση το αμπέλι εις άλλους”. Μερικοί δε από τους Φαρισαίους, που ήσαν
εκεί, όταν ήκουσαν την παραβολήν και ενόησαν την σημασίαν της, είπαν· Μη
γένοιτο!
Λουκ.
20,17 ὁ δὲ ἐμβλέψας
αὐτοῖς εἶπε· τί οὖν ἐστι τὸ
γεγραμμένον τοῦτο, λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες,
οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας;
Λουκ. 20,17 Ο δε Κυριος τους εκύτταξε κατάματα και είπε· “και όμως
έτσι θα γίνη, διότι τι σημασίαν έχει τότε αυτό που είναι γραμμένο στους
προφήτας, ότι δηλαδή λίθον τον οποίον επέταξαν ως ακατάλληλον οι οικοδόμοι,
αυτός έγινε κεφαλή και ακρογωνιαίος λίθος, δι' όλην την οικοδομήν;
Λουκ.
20,18 πᾶς ὁ πεσὼν
ἐπ᾿ ἐκεῖνον τὸν λίθον συνθλασθήσεται· ἐφ᾿
ὃν δ᾿ ἂν πέσῃ, λικμήσει αὐτόν.
Λουκ. 20,18 Και καθένας που θα επιπέση εναντίον του λίθου αυτού, θα
τσακισθή. Εκείνον δε, επάνω στον οποίον θα πέση βαρύς αυτός ο λίθος, θα τον
συντρίψη, θα τον κάμη θρύψαλα και σκόνην και θα τον διαλύση. (Αμπελος ήτο ο
Ισραηλιτικός λαός, κακοί γεωργοί οι άρχοντες του λαού, δούλοι ήσαν οι προφήται
τους οποίους οι άπιστοι άρχοντες του λαού εκακοποίησαν και εφόνευσαν· υιός του
κυρίου του αμπελώνος, ο εναθρωπήσας Υιός του Θεού, τον οποίον οι άρχοντες του
λαού θα εσταύρωναν έξω από την Ιερουσαλήμ. Και ο Θεός κατά λόγον δικαιοσύνης,
θα τους αφαιρούσε πλέον την ηγεσίαν του λαού, δια να δώση αυτήν εις άλλους και
ο Υιός του Θεού, ο ακρογωνιαίος λίθος της Εκκλησίας, θα τους συνέτριβε δια την
σκληροκαρδίαν αυτών και θα τους διέλυε).