Μετά ἀπ’
ὅσα ἄκουσε ὁ ὅσιος, κατάλαβε πιά καθαρά τή σημασία τοῦ ὁράματος. Τή γνώση του ὅμως
συμπλήρωσε ἄλλη μιά θεωρία, πού τον ἀξίωσε ὁ Θεός νά δεῖ ἀμέσως μετά:
Κοιτάζει στ’ ἀριστερά
του καί βλέπει μιά μεγάλη κοιλάδα γεμάτη κόσμο -ἄνδρες καί γυναῖκες, παιδιά καί
νέους, κληρικούς καί μοναχούς. Μιά πλανεύτρα γυναίκα στεκόταν στή μέση τῆς
κοιλάδας. Ἦταν ντυμένη μέ χρυσοΰφαντη φορεσιά καί στολισμένη μέ μαργαριτάρια
καί ἄλλα πολύτιμα πετράδια. Σωροί ἦταν δίπλα της τό χρυσάφι καί τ’ ἀσήμι. Κι ὁλόγυρά
της τραπέζια στρωμένα, γεμάτα μέ χίλια δυό φαγητά καί ποτά.
Τά μάτια της ἦταν ὡραῖα
καί μεγάλα. Κανέναν ὅμως δέν κοίταζε συγκεκριμένα. Κοίταζε τό πλῆθος καί σ’ ὅλους
ἔταζε: