Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

Ἁγιογραφικό Ἀνάγνωσμα τῆς Δευτέρας 7 Δεκεμβρίου

Ἀπόστολος: ( Β΄ Τιμ. β΄ 20 - 26 )
Β Τιμ. 2,20         ἐν μεγάλῃ δὲ οἰκίᾳ οὐκ ἔστι μόνον σκεύη χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ, ἀλλὰ καὶ ξύλινα καὶ ὀστράκινα, καὶ ἃ μὲν εἰς τιμήν, ἃ δὲ εἰς ἀτιμίαν.
Β Τιμ. 2,20               Εις ένα δε μεγάλο σπίτι δεν υπάρχουν μόνον σκεύη χρυσά και αργυρά, αλλά και σκεύη ξύλινα και πήλινα· και άλλα μεν είναι προωρισμένα δια χρήσιν τιμητικήν, αλλά δε δι' ασήμαντον και ευτελή.
Β Τιμ. 2,21         ἐὰν οὖν τις ἐκκαθάρῃ ἑαυτὸν ἀπὸ τούτων, ἔσται σκεῦος εἰς τιμήν, ἡγιασμένον καὶ εὔχρηστον τῷ δεσπότῃ, εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἡτοιμασμένον.
Β Τιμ. 2,21                Εάν, λοιπόν, καθαρίσή κανείς τον εαυτόν του και τον προφυλάξη από τας πλάνας και τα πάθη, που είπα παραπάνω, θα είναι σκεύος εις τιμητικήν χρήσιν, αγιασμένον και εύχρηστον στον δεσπότην, ετοιμασμένον δια κάθε αγαθόν έργον.
Β Τιμ. 2,22         τὰς δὲ νεωτερικὰς ἐπιθυμίας φεῦγε, δίωκε δὲ δικαιοσύνην, πίστιν, ἀγάπην, εἰρήνην μετὰ τῶν ἐπικαλουμένων τὸν Κύριον ἐκ καθαρᾶς καρδίας.
Β Τιμ. 2,22               Τας δε ακρίτους και επιβλαβείς επιθυμίας, αι οποίαι παρατηρούνται συνήθως μεταξύ των νεωτέρων κατά την ηλικίαν, απόφευγέ τας. Επεδίωκε δε να αποκτήσης δικαιοσύνην, πίστιν, αγάπην, ειρήνην με εκείνους που επικαλούνται τον Κυριον με καθαράν και αγνήν καρδίαν.
Β Τιμ. 2,23         τὰς δὲ μωρὰς καὶ ἀπαιδεύτους ζητήσεις παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι γεννῶσι μάχας·
Β Τιμ. 2,23               Μη δίνης σημασίαν, αλλά απόφευγε τας ανοήτους και ανικάνους να μορφώσουν τον άνθρωπον συζητήσεις, γνωρίζων, ότι αυταί δημιουργούν και αναπτύσσουν φιλονεικίας και αντιπαθείας.
Β Τιμ. 2,24         δοῦλον δὲ Κυρίου οὐ δεῖ μάχεσθαι, ἀλλ᾿ ἤπιον εἶναι πρὸς πάντας, διδακτικόν, ἀνεξίκακον,
Β Τιμ. 2,24               Ο δούλος δε του Κυρίου δεν πρέπει να φιλονεική και να ερίζη, αλλά να είναι ήπιος προς όλους, διδακτικός, ανεξίκακος,
Β Τιμ. 2,25         ἐν πρᾳότητι παιδεύοντα τοὺς ἀντιδιατιθεμένους, μήποτε δῷ αὐτοῖς ὁ Θεὸς μετάνοιαν εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας,
Β Τιμ. 2,25               και να παιδαγωγή με πραότητα εκείνους, που αντιτίθενται εις την αλήθειαν, μήπως και ο Θεός τους δώση κάποτε μετάνοιαν, δια να γνωρίσουν έτσι καλά την αλήθειαν,
Β Τιμ. 2 ,26        καὶ ἀνανήψωσιν ἐκ τῆς τοῦ διαβόλου παγίδος, ἐζωγρημένοι ὑπ᾿ αὐτοῦ εἰς τὸ ἐκείνου θέλημα.
Β Τιμ. 2,26               και εξυπνήσουν και συνέλθουν από την παγίδα του διαβόλου, από τον οποίον έχουν συλληφθή ως δούλοι, δια να πράττουν το θέλημά του.
Εὐαγγέλιο: ( Λουκ. κ΄ 27 - 44  )
Λουκ. 20,27        Προσελθόντες δέ τινες τῶν Σαδδουκαίων, οἱ λέγοντες μὴ εἶναι ἀνάστασιν, ἐπηρώτησαν αὐτὸν
Λουκ. 20,27             Επλησίασαν τότε τον Ιησούν μερικοί από τους Σαδδουκαίους, οι οποίοι έλεγαν ότι δεν υπάρχει ανάστασις νεκρών και τον ηρώτησαν
Λουκ. 20,28        λέγοντες· διδάσκαλε, Μωϋσῆς ἔγραψεν ἡμῖν, ἐάν τινος ἀδελφὸς ἀποθάνῃ ἔχων γυναῖκα, καὶ οὗτος ἄτεκνος ἀποθάνῃ, ἵνα λάβῃ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ τὴν γυναῖκα καὶ ἐξαναστήσῃ σπέρμα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ.
Λουκ. 20,28             λέγοντες· “διδάσκαλε, ο Μωϋσής έγραψε για μας στον νόμον του, ότι εάν ο αδελφός κάποιου αποθάνη και έχη γυναίκα και αυτός αποθάνη άτεκνος, πρέπει ο αδελφός του να λάβη σύζυγον την γυναίκα και να γεννήση απόγονον στον αδελφόν του.
Λουκ. 20,29        ἑπτὰ οὖν ἀδελφοὶ ἦσαν· καὶ ὁ πρῶτος λαβὼν γυναῖκα ἀπέθανεν ἄτεκνος·
Λουκ. 20,29             Ησαν λοιπόν επτά αδελφοί· και ο πρώτος αφού ενυμφεύθη μίαν γυναίκα απέθανε άτεκνος.
Λουκ. 20,30        καὶ ἔλαβεν ὁ δεύτερος τὴν γυναῖκα, καὶ οὗτος ἀπέθανεν ἄτεκνος·
Λουκ. 20,30             Και επήρε ο δεύτερος την γυναίκα αυτήν, αλλά και αυτός απέθανε άτεκνος.
Λουκ. 20,31        καὶ ὁ τρίτος ἔλαβεν αὐτὴν ὡσαύτως· ὡσαύτως δὲ καὶ οἱ ἑπτά· οὐ κατέλιπον τέκνα, καὶ ἀπέθανον·
Λουκ. 20,31              Και ο τρίτος επήρε επίσης αυτήν. Το ίδιο και οι επτά· και δεν αφήκαν τέκνα και απέθανον.
Λουκ. 20,32        ὕστερον δὲ πάντων καὶ ἡ γυνὴ ἀπέθανεν.
Λουκ. 20,32             Υστερα δε από όλους απέθανε και η γυναίκα.
Λουκ. 20,33        ἐν τῇ ἀναστάσει οὖν τίνος αὐτῶν γίνεται γυνή; οἱ γὰρ ἑπτὰ ἔσχον αὐτὴν γυναῖκα.
Λουκ. 20,33              Κατά την ανάστασιν λοιπόν των νεκρών εις ποίον από τους επτά αδελφούς θα είναι σύζυγος η γυναίκα αυτή; Διότι και οι επτά την είχαν νόμιμον σύζυγον”.
Λουκ. 20,34        καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· οἱ υἱοὶ τοῦ αἰῶνος τούτου γαμοῦσι καὶ ἐκγαμίζονται·
Λουκ. 20,34             Και αποκριθείς ο Ιησούς τους είπεν· “οι άνθρωποι της παρούσης ζωής νυμφεύονται και δίδονται εις γάμον.
Λουκ. 20,35        οἱ δὲ καταξιωθέντες τοῦ αἰῶνος ἐκείνου τυχεῖν καὶ τῆς ἀναστάσεως τῆς ἐκ νεκρῶν οὔτε γαμοῦσιν οὔτε γαμίζονται·
Λουκ. 20,35              Εκείνοι όμως που θα αξιωθούν να απολαύσουν την μέλλουσαν ζωήν και την εκ νεκρών ανάστασιν ούτε νυμφεύονται ούτε δίδονται εις γάμον.
Λουκ. 20,36        οὔτε γὰρ ἀποθανεῖν ἔτι δύνανται· ἰσάγγελοι γάρ εἰσι καὶ υἱοί εἰσι τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀναστάσεως υἱοὶ ὄντες.
Λουκ. 20,36             Διότι ούτε και να αποθάνουν πλέον δύνανται, επειδή τα σώματα των είναι άφθαρτα και αιώνια. Είναι όμοιοι με τους αγγέλους και υιοί του Θεού, υιοί που δεν προέρχονται από φυσικήν γέννησιν, αλλά από την ανάστασιν, που ο Θεός θα διατάξη και θα πραγματοποιήση.
Λουκ. 20,37        ὅτι δὲ ἐγείρονται οἱ νεκροί, καὶ Μωϋσῆς ἐμήνυσεν ἐπὶ τῆς βάτου, ὡς λέγει Κύριον τὸν Θεὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Θεὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Θεὸν Ἰακώβ.
Λουκ. 20,37              Οτι δε ανασταίνονται οι νεκροί το ανήγγειλε και ο Μωϋσής εκεί εις την βάτον, όταν δηλαδή ονομάζη τον Κυριον ως τον Θεόν του Αβραάμ και τον Θεόν του Ισαάκ και τον Θεόν του Ιακώβ.
Λουκ. 20,38        Θεὸς δὲ οὐκ ἔστι νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων· πάντες γὰρ αὐτῷ ζῶσιν.
Λουκ. 20,38             Μαθετε δε ότι ο Θεός δεν είναι Θεός νεκρών, αλλά ζωντανών. Διότι όλοι, όσοι έχουν φύγει από την γην και είναι δι' ημάς νεκροί, δια τον Θεόν είναι ζωντανοί, ζουν πλησίον αυτού εις επικοινωνίαν με αυτόν”.
Λουκ. 20,39        ἀποκριθέντες δέ τινες τῶν γραμματέων εἶπον· διδάσκαλε, καλῶς εἶπας.
Λουκ. 20,39             Μερικοί δε από τους γραμματείς, αντίθετοι των Σαδδουκαίων, έλαβαν τον λόγον τότε και είπαν· “Διδάσκαλε, πολύ καλά ωμίλησες”.
Λουκ. 20,40        οὐκέτι δὲ ἐτόλμων ἐπερωτᾶν αὐτὸν οὐδέν.
Λουκ. 20,40             Δεν ετολμούσαν δε πλέον να τον ερωτούν κατά τρόπον δόλιον εις τίποτε, διότι έβγαιναν νικημένοι και εντροπιασμένοι.
Λουκ. 20,41        Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· πῶς λέγουσι τὸν Χριστὸν υἱὸν Δαυΐδ εἶναι;
Λουκ. 20,41              Είπε δε προς αυτούς· “πως λέγουν ότι ο Χριστός είναι απόγονος του Δαυΐδ;
Λουκ. 20,42        καὶ αὐτὸς Δαυΐδ λέγει ἐν βίβλῳ τῶν ψαλμῶν· εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου
Λουκ. 20,42             Ενώ ο ίδιος ο Δαυίδ στο βιβλίον των ψαλμών λέγει· είπεν ο Κυριος και Θεός στον Κυριον μου Χριστόν, κάθισε εις τα δεξιά μου επί του θρόνου,
Λουκ. 20,43        ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου.
Λουκ. 20,43             έως ότου βάλω τους εχθρούς σου υποπόδιον εις τα πόδια σου.
Λουκ. 20,44        Δαυΐδ οὖν αὐτὸν Κύριον καλεῖ· καὶ πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν;
Λουκ. 20,44             Ο Δαυίδ λοιπόν ονομάζει αυτόν Κυριον, και πως είναι δυνατόν να είναι μόνον απόγονός του; Η προσφώνησις αυτή εκ μέρους του Δαυΐδ, φανερώνει ότι ο Μεσσίας δεν είναι μόνον απόγονος του Δαυΐδ, αλλά Κυριος και Θεός”.

ΚΥΡΙΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ LORD JESUS CHRIST 3. ΑΡΧ. ΣΑΒΒΑΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ

«Θεία Ψυχανάλυση». Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Κανὼν Ἱκετήριος εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν

Ὁ Μέγας Παρακλητικὸς Κανὼν τῆς Παναγίας

Παρακλητικός Κανών Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου

Παρακλητικός Κανών Οσίου Αρσενίου - Βατοπαίδι Χαλκιδικής