Ό
π. Ευσέβιος επισκεπτόταν σχεδόν κάθε καλοκαίρι το Άγιο Όρος. Την πρώτη φορά,
όταν ήταν ακόμη φοιτητής, είχε πάει με το πλοίο από τον Πειραιά. Το Περιβόλι
της Παναγίας τον είλκυε σαν ισχυρός πνευματικός μαγνήτης. Αγαπούσε βαθιά το
Μοναχισμό, γι’ αυτό και η ψυχή του ευφραινόταν, όταν συναντούσε αληθινούς
μοναχούς. «Υπάρχουν άγιοι μοναχοί, πού είναι αφανείς. Πρέπει να ψάξεις πολύ για
να τούς βρεις» έλεγε.
Οδοιπορώντας
στα δύσβατα και απόκρημνα μονοπάτια τού Άθωνα, περιερχόταν ιερές Μονές, Σκήτες
και ασκητήρια ησυχαστών, αναζητώντας άγιους Γέροντες, για να ωφεληθεί από την
πνευματική αναστροφή μαζί τους. Δεν πήγαινε ως περιηγητής ή με κριτική διάθεση,
αλλά ως ταπεινός προσκυνητής, με απλότητα καρδιάς και πνεύμα μαθητείας. Στις
νουθεσίες προς τά πνευματικά του παιδιά συχνά ανέφερε εμπειρίες του από το Άγιο Όρος:
«Εκεί
στη Μονή Σταυρονικήτα, ρώτησα κάποιον μοναχό: “Για πέστε μου, πάτερ, τί πάει να
πει μοναχός και ποια η πολιτεία του;”. Μια κουβέντα μου είπε : “Τάφος. Είναι
τάφος ο μοναχός”». Και ο Γέροντας σχολίαζε: