«Αυτά
πού έτρωγα και έπινα χάνονταν μέσα μου σαν μέσα στην άβυσσο και αισθανόμουν
νηστικός».
Δεν
υπάρχουν λέξεις να περιγράψω και δεν μπορεί να φανταστεί ο νους του ανθρώπου τα
βάσανα που υπέφερα, πού ήταν σαν τα αιώνια βάσανα. Αυτά κράτησαν τρεις μέρες και
τρεις νύχτες, και δεν θα τά άντεχα αν δεν μου έδινε δύναμη ο Θεός. Όλα αυτά τα
τρία εικοσιτετράωρα δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι. ’Έπρεπε να τρώω και να πίνω
λόγω της αδυναμίας της ανθρώπινης φύσης πού δεν μπορεί να ζει χωρίς τροφή και
νερό. Όμως αυτά πού έτρωγα και έπινα χάνονταν μέσα μου σαν μέσα στην άβυσσο και
αισθανόμουν νηστικός. Και όλο αυτό τον καιρό κάποιος αόρατος αλλά καλός και
πολύ συμπαθητικός μου μιλούσε με τρυφερή και ήρεμη φωνή.