Εβρ. 11,8 Πίστει καλούμενος Ἀβραὰμ
ὑπήκουσεν ἐξελθεῖν εἰς τὸν τόπον ὃν ἔμελλε
λαμβάνειν εἰς κληρονομίαν, καὶ ἐξῆλθε μὴ ἐπιστάμενος
ποῦ ἔρχεται.
Εβρ. 11,8 Ενεκα της πίστεώς του ο Αβραάμ, καλούμενος από τον
Θεόν, υπήκουσε να εξέλθη και να φύγη από την πατρίδα του και νε μεταβή στον
τόπον, τον οποίον επρόκειτο να λάβη ως κληρονομίαν του από τον Θεόν. Και
πράγματι εξήλθε, χωρίς και να γνωρίζη που πηγαίνει.
Εβρ. 11,9 Πίστει παρῴκησεν
εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν,
ἐν σκηναῖς κατοικήσας μετὰ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ
τῶν συγκληρονόμων τῆς ἐπαγγελίας τῆς αὐτῆς·
Εβρ. 11,9 Χαρις εις αυτήν την πίστιν του κατώκησεν εις την
γην, που του είχε υποσχεθή ο Θεός, σαν εις ξένην περιοχήν και έζησε μέσα εις
σκηνάς μαζή με τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, που ήσαν συγκληρονόμοι της ιδίας
υποσχέσεως του Θεού.
Εβρ. 11,10 ἐξεδέχετο γὰρ
τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ
δημιουργὸς ὁ Θεός.
Εβρ. 11,10 Και τούτο, διότι επερίμενε με πίστιν και ελπίδα
ακλόνητον την επουράνιον πόλιν, με τα αδιάσειστα και αιώνια θεμέλια της, της
οποίας τεχνίτης και δημιουργός είναι ο ίδιος ο Θεός.
Εβρ. 11,11 Πίστει καὶ αὐτὴ
Σάῤῥα δύναμιν εἰς καταβολὴν σπέρματος ἔλαβε καὶ
παρὰ καιρὸν ἡλικίας ἔτεκεν, ἐπεὶ πιστὸν
ἡγήσατο τὸν ἐπαγγειλάμενον.
Εβρ. 11,11 Χαρις εις την πίστιν της και αυτή η στείρα και πολύ
ηλικιωμένη Σαρρα, επήρε δύναμιν, ώστε να καταβληθή και ζωογονηθή εις αυτήν
σπέρμα· και μολονότι είχε περάσει πλέον η ηλικία της, εγέννησε τέκνον, επειδή
εθεώρησε κατά πάντα αξιόπιστον εκείνον, που της είχε υποσχεθή, ότι θα αποκτούσε
υιόν.
Εβρ. 11,12 διὸ καὶ ἀφ᾿
ἑνὸς ἐγεννήθησαν, καὶ ταῦτα νενεκρωμένου, καθὼς
τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ τῷ πλήθει καὶ ὡς
ἡ ἄμμος ἡ παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης
ἡ ἀναρίθμητος.
Εβρ. 11,12 Δια την πίστιν αυτήν της Σαρρας και του Αβραάμ
εγεννήθησαν από έναν άνθρωπον, τον Αβραάμ, νεκρωμένον πλέον εξ αιτίας του
γήρατος αναρίθμητοι απόγονοι σαν τα άστρα του ουρανού κατά το πλήθος και σαν
την άμμον της σακροθαλασσιάς, που είναι αδύνατον να μετρηθή.
Εβρ. 11,13 Κατὰ πίστιν ἀπέθανον
οὗτοι πάντες, μὴ λαβόντες τὰς ἐπαγγελίας, ἀλλὰ
πόῤῥωθεν αὐτὰς ἰδόντες καὶ ἀσπασάμενοι,
καὶ ὁμολογήσαντες ὅτι ξένοι καὶ παρεπίδημοί εἰσιν
ἐπὶ τῆς γῆς.
Εβρ. 11,13 Ολοι αυτοί απέθαναν στερεωμένοι εις την πίστιν και
εις την ελπίδα, που γεννά η πίστις, χωρίς εν τούτοις να λάβουν τας επαγγελίας.
Αλλά τας είδαν από μακράν και τας εδέχθησαν με όλην των την ψυχήν και
ωμολόγησαν με τα έργα των και με τα λόγια των, ότι είναι ξένοι και παρεπίδημοι
επάνω εις την γην.
Εβρ. 11,14 οἱ γὰρ τοιαῦτα
λέγοντες ἐμφανίζουσιν ὅτι πατρίδα ἐπιζητοῦσι.
Εβρ. 11,14 Διότι αυτοί που έλεγαν τέτοια λόγια, εφανέρωναν
καθαρά, ότι δεν επανεπαύοντο εις την επίγειον πατρίδα, αλλ' εζητούσαν την
μόνιμον και χαρμόσυνον πατρίδα, δηλαδή τον ουρανόν.
Ματθ. 2,13 Ἀναχωρησάντων δὲ
αὐτῶν ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ᾿ ὄναρ
τῷ Ἰωσὴφ λέγων· ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ
παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς
Αἴγυπτον, καὶ ἴσθι ἐκεῖ ἕως ἂν εἴπω
σοι· μέλλει γὰρ Ἡρῴδης ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ
ἀπολέσαι αὐτό.
Ματθ. 2,13 Οταν δε αυτοί ανεχώρησαν, ιδού άγγελος Κυρίου εφάνηκε
δι' ονείρου στον Ιωσήφ και του είπε· “σήκω αμέσως χωρίς αναβολήν και πάρε το
παιδίον και την μητέρα του και φύγε εις την Αίγυπτον, και μένε εκεί, μέχρις
ότου πάλιν εγώ σου είπω· διότι ο Ηρώδης θα αναζητήση το παιδίον, δια να το
θανατώση”.
Ματθ. 2,14 Ὁ δὲ ἐγερθεὶς
παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ νυκτὸς
καὶ ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον,
Ματθ. 2,14 Και ο Ιωσήφ εσηκώθηκε αμέσως, παρέλαβε νύκτα το
παιδίον και την μητέρα αυτού και έφυγεν εις την Αίγυπτον.
Ματθ. 2,15 καὶ ἦν ἐκεῖ
ἕως τῆς τελευτῆς Ἡρῴδου, ἵνα πληρωθῇ
τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ
προφήτου λέγοντος· ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν
μου.
Ματθ. 2,15 Και έμενε εκεί, έως ότου απέθανε ο Ηρώδης και έτσι
εξεπληρώθη και επραγματοποιήθη πλήρως εκείνο, που είχε λεχθή από τον Κυριον δια
του προφήτου, ο οποίος είπε· “από την Αίγυπτον εκάλεσα τον υιόν μου”.
Ματθ. 2,16 Τότε Ἡρῴδης ἰδὼν
ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων, ἐθυμώθη λίαν,
καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλε πάντας τοὺς παῖδας τοὺς
ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς
ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν
ἠκρίβωσε παρὰ τῶν μάγων.
Ματθ. 2,16 Τοτε ο Ηρώδης, όταν είδε ότι οι Μαγοι τον εξεγέλασαν,
ωργίσθη παρά πολύ, και επάνω εις την φονικήν οργήν του έστειλε δημίους και
έσφαξε όλα τα παιδιά, που ήσαν εις την Βηθλεέμ και εις τα περίχωρα αυτής από
ηλικίας δύο ετών και κάτω, σύμφωνα με τον χρόνον, τον οποίον είχε εξακριβώσει από
τους μάγους.
Ματθ. 2,17 τότε ἐπληρώθη τὸ
ῥηθὲν ὑπὸ Ἱερεμίου τοῦ προφήτου
λέγοντος·
Ματθ. 2,17 Τοτε εξεπληρώθη εκείνο που είχε λεχθή από τον προφήτην
Ιερεμίαν, ο οποίος είχε προφητεύσει·
Ματθ. 2,18 Φωνὴ ἐν Ῥαμᾷ
ἠκούσθη, θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς
πολύς· Ῥαχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ
οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν.
Ματθ. 2,18 “Κραυγή πόνου και σπαραγμού ηκούσθη εις την περιοχήν
Ραμά· θρήνος μεγάλος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς· όλαι αι μητέρες της
περιοχής, απόγονοι της συζύγου του Ιακώβ Ραχήλ (η οποία είχε ταφή εκεί) έκλαιαν
και εκόπτοντο δια τα φονευθέντα τέκνα των και δεν ήθελαν με κανένα τρόπον να
παρηγορηθούν, διότι τα αθώα αυτά πλάσματα δεν υπάρχουν πλέον”.
Ματθ. 2,19 Τελευτήσαντος δὲ τοῦ
Ἡρῴδου ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ
φαίνεται τῷ Ἰωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ
Ματθ. 2,19 Οταν δε απέθανε ο Ηρώδης, ιδού άγγελος πάλιν Κυρίου
εφάνη δι' ονείρου στον Ιωσήφ, που έμενε εις την Αίγυπτον
Ματθ. 2,20 λέγων· ἐγερθεὶς
παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ
πορεύου εἰς γῆν Ἰσραήλ· τεθνήκασι γὰρ οἱ
ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου.
Ματθ. 2,20 και του είπε· “σήκω, πάρε το παιδίον και την μητέρα
αυτού και πήγαινε, χωρίς φόβον, εις την χώραν των Ισραηλιτών. Διότι έχουν πλέον
αποθάνει εκείνοι, που εζητούσαν να αφαιρέσουν την ζωήν του παιδίου”.
Ματθ. 2,21 ὁ δὲ ἐγερθεὶς
παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ
ἦλθεν εἰς γῆν Ἰσραήλ.
Ματθ. 2,21 Αυτός δε εσηκώθη, επήρε το παιδίον και την μητέρα του
και επανήλθεν εις την Παλαιστίνην.
Ματθ. 2,22 ἀκούσας δὲ ὅτι
Ἀρχέλαος βασιλεύει ἐπὶ τῆς Ἰουδαίας ἀντὶ
Ἡρῴδου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἐφοβήθη ἐκεῖ
ἀπελθεῖν· χρηματισθεὶς δὲ κατ᾿ ὄναρ ἀνεχώρησεν
εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας,
Ματθ. 2,22 Οταν όμως ήκουσε ότι εις την Ιουδαίαν βασιλεύει αντί
του Ηρώδου του πατρός του ο Αρχέλαος (μοχθηρός επίσης ηγεμών) εφοβήθη να μεταβή
εκεί. Λαβών δε οδηγίας από τον Θεόν στο όνειρόν του ανεχώρησε και επήγε εις τα
μέρη της Γαλιλαίας (όπου ηγεμόνευεν ο Ηρώδης Αντίπας, ολιγώτερον σκληρός από
τον αδελφόν του Αρχέλαον).
Ματθ. 2,23 καὶ ἐλθὼν
κατῴκησεν εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ, ὅπως πληρωθῇ τὸ
ῥηθὲν διὰ τῶν προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος
κληθήσεται.
Ματθ. 2,23 Και αφού ήλθεν εκεί, εγκατεστάθη εις την πόλιν
ονομαζομένην Ναζαρέτ· και έτσι εξεπληρώθη αυτό που είχε προαναγγελθή από τους
προφήτας, ότι δηλαδή ο Ιησούς “θα ονομασθή (περιφρονητικώς από τους εχθρούς
του) Ναζωραίος”.
http://hristospanagia3.blogspot.gr/