Έχεις
λίγα χρήματα και ζητάς πολλά. Έχεις
πολλά και ονειρεύεσαι περισσότερα. Όσα
κι αν έχεις, δεν είσαι ικανοποιημένος.
Γιατί άφησες την πλεονεξία να σε
αιχμαλωτίσει, άνθρωπέ μου; Δεν ξέρεις
ότι σε άλλους θα μείνουν το χρυσάφι και
το ασήμι, ενώ σε εσένα οι κατάρες και οι
κατηγόριες; Δεν
αντιλαμβάνεσαι ότι θα σε καταδιώκουν
αμείλικτα, και σε τούτη τη ζωή και στην
άλλη, τα δάκρυα, οι βαρυγκώμιες και οι
αναστεναγμοί του φτωχού που εξουθένωσες,
του συνεργάτη που αδίκησες, του δουλευτή
που εκμεταλλεύτηκες, του οφειλέτη που
φυλάκισες;
Όταν όλοι οι ζημιωμένοι από σένα θα
παρουσιαστούν μαζί σου στο φοβερό
δικαστήριο του Χριστού, τι θα πεις στον
αδέκαστο Κριτή, μην
έχοντας μάλιστα κανένα συνήγορο για να
σε υπερασπίσει;
Τους
δικαστές της γης μπορείς να τους
ξεγελάσεις ή και να τους εξαγοράσεις.
Τον
Δικαστή του ουρανού ποτέ.
Τους
ανθρώπινους νόμους μπορείς να τους
παραβείς με τεχνάσματα νομιμοφανή δίχως
συνέπειες.
Τον
θεϊκό νόμο όχι.
Γιατί ο Κύριος βλέπει τις πράξεις σου.
Και αργά ή γρήγορα θα λογοδοτήσεις σε
Εκείνον, που στέκεται πλάι στους
αδικημένους και προστατεύει όσους δεν
μπορούν να διεκδικήσουν το δίκιο τους.
Και
μη μου πεις, «Ο τάδε, μολονότι κακός και
πλεονέκτης, είναι ευτυχισμένος». Για
τώρα ναι, δεν θα είναι όμως ως το τέλος.
«Μη
φθονείς την ευτυχία όσων σκέφτονται
πονηρά και μη ζηλεύεις όσους κάνουν το
κακό»,
λέει η Γραφή (Ψαλμ.36,1), «γιατί
γρήγορα σαν το χορτάρι θα ξεραθούν και
σαν τη χλόη θα μαραθούν».