Διάλογος Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν
Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Κατ' ἀρχήν πρέπει νά δηλώσω ὅτι δέν εἶμαι ἐναντίον τοῦ διαλόγου μέ τούς
Ρωμαιοκαθολικούς καί τούς ἄλλους ἑτεροδόξους, εἶμαι ὑπέρ τοῦ διαλόγου, ὁ
ὁποῖος ὅμως πρέπει νά γίνεται μέ ὁρισμένες θεολογικές καί
ἐκκλησιολογικές προϋποθέσεις. Τίποτε δέν πρέπει νά γίνεται ἀπροϋπόθετα.
Συμφωνῶ ἀπόλυτα μέ τίς παρατηρήσεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, ὁ ὁποῖος
γιά πολλά χρόνια ἦταν ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σέ Διαλόγους
μέ τούς ἑτεροδόξους. Σέ παλαιότερο βιβλίο μου κατέγραψα τίς ἀπόψεις του
γιά τόν Διάλογο μέ τούς ἑτεροδόξους, ὅπως τίς ἐξέφρασε σέ κείμενό του μέ
τίτλο «Ὁ θεολόγος στήν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας κατά τόν Οἰκουμενικό
Διάλογο».
Στό κείμενό του αὐτό διακρίνονται τέσσερα σημαντικά σημεῖα. Πρῶτον,
φαίνονται οἱ ἀπόψεις τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι γιά τό θέμα αὐτό, ὁ
ὁποῖος εἶχε μεγάλη πείρα μέ τούς θεολογικούς Διαλόγους. Δεύτερον,
ἀναλύονται οἱ προϋποθέσεις, βάσει τῶν ὁποίων ὁ ὀρθόδοξος θεολόγος μπορεῖ
νά συμμετάσχη στούς θεολογικούς Διαλόγους μέ τούς ἑτεροδόξους. Τρίτον,
παρουσιάζονται τά προβλήματα πού ἀναφύονται στούς Διαλόγους σέ βάρος τῆς
ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Τέταρτον, καταγράφεται καί ἡ στρατηγική πού
πρέπει νά ἐφαρμόζεται ἀπό ὀρθόδοξου πλευρᾶς κατά τήν πορεία τῶν
Διαλόγων.
Στήν συνέχεια θά τονίσω μερικά σημεῖα πού θεωρῶ ὅτι εἶναι σημαντικά γιά
νά κατανοήσουμε τό θέμα τοῦ διαλόγου μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς.
- Ἡ ἱστορία τοῦ Διαλόγου
Ἀπό τό 1965, μέ τήν λήξη τῆς Β' Βατικανῆς Συνόδου, τῆς συναντήσεως τοῦ
Πάπα μέ τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως καί τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων ἤ
τῆς ἀκοινωνησίας, ἄρχισε ὁ «Διάλογος τῆς ἀγάπης» μέ πολλούς τρόπους,
κυρίως μέ τήν ἐπιστροφή λειψάνων, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τήν ἐπιστροφή τῆς
κάρας τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου στήν Πάτρα.
Ἀπό τό ἔτος 1980 ἄρχισε ὁ «θεολογικός διάλογος» μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν.
Τό ἔτος 1979, πρίν ἀρχίσει ὁ θεολογικός διάλογος, ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος
Β' εἶπε σέ Ρωμαιοκαθολικούς, μεταξύ τῶν ἄλλων, τά ἀκόλουθα:
Ὁ διάλογος θά γίνη «ἐπί ἴσοις ὅροις». Οἱ δύο Ἐκκλησίες ἔχουν
αὐτοσυνειδησία τῆς ταυτότητάς τους, τῆς ἐκκλησιολογίας τους καί τῆς
μυστηριακῆς δομῆς τους. Καί οἱ δύο Ἐκκλησίες διακρίνονται ἀπό τήν
αὐτοσυνειδησία ὅτι συνεχίζουν ἀδιακόπως τήν ζωή τῆς Μιᾶς, Ἁγίας,
Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.