Tά παρόντα καί τά έσχατα τού Αββά Παμβώ
Ο Αββάς Παμβώ απέστειλε τον μαθητή του
να πουλήσει το εργόχειρό του. Απουσίασε δεκαέξη ημέρες, όπως μας έλεγε.
Κατά τας νύχτας εκοιμάτο εις τον νάρθηκα του ναού του αγίου αποστόλου
Παύλου και αφού είδε πώς γίνεται η ακολουθία εις τας εκκλησίας των
πόλεων, έμαθε δε και μερικά τροπάρια, επέστρεψε εις τον γέροντά του.
Τέκνον μου, του λέει ο γέρων, σε βλέπω
ταραγμένο, μήπως σου συνέβη κανένας πειρασμός στην πόλη; Πραγματικώς,
Αββά, απήντησε ο αδελφός, εξοδεύομεν ανωφελώς τας ημέρας μας εις αυτήν
την έρημον και δεν ψάλλομεν ούτε κανόνας ούτε τροπάρια. Τώρα δηλαδή που
επήγα εις την Αλεξάνδρεια, είδα πώς ψάλλουν οι ψάλτες εις την εκκλησία
και λυπήθηκα πολύ διότι δεν ψάλλομεν και εμείς κανόνες και τροπάρια. Ο
γέρων τότε του απαντά: Αλλοίμονον, τέκνον μου, διότι έφτασαν αι ημέραι
κατά τας οποίας θα εγκαταλείψουν οι μοναχοί την στερεάν τροφήν, η οποία
παρεδόθη εις αυτούς διά του Αγίου Πνεύματος, και θα ακολουθήσουν άσματα
και ήχους. Διότι ποία δάκρυα κενούνται από τα τροπάρια, όταν στέκει
κανείς εις τας εκκλησίας ή εις το κελί του και υψώνει τη φωνή του όπως
τα βόδια; Διότι εφόσον στεκόμεθα εμπρός εις τον Θεόν, πρέπει να
στέκωμεν με πολλήν κατάνυξιν και να μην περιπλανάται άσκοπα εδώ κι εκεί ο
νούς μας.