Άλλη φορά τον είδε μια γυναίκα να κουβαλάη νερό με τις στάμνες τον Πατέρα Αρσένιο και τον παρακάλεσε να του κουβαλήση εκείνη νερό, όσο του χρειαζόταν
Ο Πατήρ, για να απαλλαχθή και από αυτήν, που επέμενε πολύ, της λέγει:
‐ Εγώ θέλω έναν άνθρωπο να μου κουβαλάη συνέχεια, μέχρι να δύση ο ήλιος. Εσύ μπορείς;
Εκείνη απάντησε:
Τότε της λέγει ο Πατήρ:
‐ Πήγαινε στα παιδιά σου να μην κλαίνε, γιατί δεν κάνει. Το άκουσε
λοιπόν μια γειτόνισσα της αυτό και αφήνει ένα παιδάκι που είχε σε μια
άλλη γυναίκα και τρέχει με χαρά, για να κουβαλήση νερό στον Χατζεφεντή. Ο
Πατήρ, αφού δεν μπόρεσε με άλλο τρόπο να την κάνη να φύγη, της έδωσε
τις στάμνες και της λέγει: ‐ Να κουβαλάς συνέχεια νερό και να το ρίχνης
έξω στην αυλή, στις πέτρες. Η γυναίκα, αφού έκανε μερικούς δρόμους, την
έπνιξαν οι λογισμοί και πήγε στον Πατέρα και του λέγει: