Εἶναι γενικὰ ἀποδεκτὸ ὅτι ἡ παιδεία ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὴν ἀλήθεια,
καθόσον εἶναι ταγμένη νὰ ἱκανοποιῆ μία βαθύτατη ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου,
αὐτὴν τῆς ἀναζήτησης τῆς ἀλήθειας. Αὐτὴ ἡ τόσο κοινότοπη καὶ καθολικὴ
ἀλήθεια περιφρονεῖται προκλητικὰ ἀπὸ τοὺς ἐμπνευστές, τοὺς συγγραφεῖς
καὶ τοὺς ἔχοντες τὴν πολιτικὴ βούληση γιὰ τὴν ἐπιβολὴ τῆς διδασκαλίας
τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν μέσω τῶν νέων βιβλίων. Τὸ συμπέρασμα αὐτὸ
συνάγεται ἀπὸ ἱκανὰ σημεῖα τοῦ περιεχομένου τοῦ συνόλου τῶν βιβλίων.
Ἀρκοῦν κάποιες χαρακτηριστικὲς ἐπισημάνσεις.
Ἄς λάβουμε ὡς παράδειγμα ἀπὸ τὸ βιβλίο (φάκελο) τῶν Θρησκευτικῶν τῆς Β΄
Γυμνασίου τὴ θεματικὴ ἑνότητα, ποὺ ἀναφέρεται στὴν ταυτότητα τοῦ
Προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μὲ γενικὸ τίτλο, «Ποιὸς εἶναι ὁ Θεὸς τῶν
χριστιανῶν; “Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι;”». Ἀκόμη καὶ αὐτὸς ὁ
τίτλος ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν προσανατολισμὸ νὰ ἀναζητηθῆ ὁ μόνος ἀληθινὸς
Θεός καὶ παραπέμπει στὴν ἀντίληψη ὅτι ὁ Θεός τῶν Χριστιανῶν εἶναι ἕνας
ἀπὸ τοὺς πολλοὺς Θεοὺς τῶν διαφόρων Θρησκειῶν.
Ἡ ταυτότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως αὐτὴ συμπεραίνεται στὴν Ἐκκλησία ἀπὸ
τὸ πῶς ὁ ἴδιος αὐτοαποκαλύπτεται μὲ τὶς θεοφάνειες καὶ ἀπὸ τὸ πῶς
μαρτυροῦν γι̉ αὐτὸν αὐθεντικοὶ καὶ ἔγκυροι αὐτόπτες μάρτυρες, τὸν
ἐμφανίζει ὡς τέλειο Θεό, καὶ μάλιστα τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, ὁ ὁποῖος
ἔγινε καὶ τέλειος ἄνθρωπος, ὅμοιος κατὰ πάντα μὲ ἐμᾶς, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν
ἁμαρτία.