Όπως μαρτυρεί ο κ. Π. Σ., σ’ επιστολή του προς την Ι. Μονή τού Αγίου
Εφραίμ, από πολύ καιρό ΥΠΕΦΕΡΕ ΑΠΟ ΕΝΤΟΝΕΣ ΖΑΛΑΔΕΣ, ΤΑΣΕΙΣ ΠΡΟΣ
ΛΙΠΟΘΥΜΙΑ, ΔΥΝΑΤΟ ΠΟΝΟ ΣΤΟ ΣΤΗΘΟΣ ΚΑΙ ΕΓΚΟΠΗ ΤΗΣ ΑΝΑΠΝΟΗΣ. Επί ένα χρόνο
ταλαιπωρείτο.
Πήγαινε στους γιατρούς, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Ένα βράδι, είδε στον ύπνο του, ότι βρισκόταν σ’ ένα χώρο με κόσμο και
μία μοναχή καθόταν σ’ ένα ψηλό ψαλτήρι κι έψελνε. Ξαφνικά, άνοιξε μία
πόρτα ενός δωματίου, όπου υπήρχε ένα κρεβάτι, στο οποίο αναπαυόταν ένας
πανύψηλος Ιερέας, με σκούρα, κατάμαυρα μαλλιά και γένια.
Μπήκε στο δωμάτιο αυτό. Η μοναχή τού έδειξε τότε τον Ιερέα προφέροντας
δυνατά τη λέξη «ΕΦΡΑΙΜ» κι έφυγε. Τη στιγμή που γύρισε και τον κοίταξε,
τον είδε να σηκώνεται, να στέκεται καθιστός και του είπε: Κλείσε την
πόρτα και κάτσε δίπλα μου. Τι έχεις; Αφήστε, Γέροντα, δε μπορώ, του
απήντησε κι εκείνος του είπε: «ΤΗΝ ΕΥΧΗ ΟΣΟ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΛΕΣ». Δε μπορώ να
τη λέω πάντοτε, του αποκρίθηκε.
Τότε σηκώθηκε ο Άγιος Εφραίμ, ΤΟΝ ΑΓΚΑΛΙΑΣΕ, ΕΦΕΡΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΚΟΝΤΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΙΠΕ: