«Δευτέρα πρωί 7 η ώρα βρισκόμουνα στο Μήλεσι, η πόρτα η κάτω, που πάντα ήταν κλειστή, ήταν ορθάνοιχτη· με περίμενε. Ανέβηκα στο κελλί του επάνω από τις σκάλες, με περίμενε μόνος του και, μόλις βλέπω ότι δεν υπάρχει κανείς, του φωνάζω:
— Σας ευχαριστώ, Γέροντα, που με την προσευχή σας με κάνατε να βλέπω. Μου λέει:
— Σε ευχαριστώ, που με έκανες και βλέπω. Και σηκώνει το χέρι του και μου
δίνει δυο δυνατά χαστούκια με τέτοια δύναμη που απόρησα και του λέω:
— Γέροντα, τι σας έκανα; πού βρήκατε τέτοια δύναμη και με χτυπάτε;
— Εγώ σε έκανα καλά; ποιος σου το είπε αυτό; Η Θεία Χάρις σε έκανε καλά.
— Εγώ αυτήν την θεία δεν την ξέρω, εγώ σε εσάς μίλησα, εσάς παρακάλεσα,
δεν παρακάλεσα την θεία χάρις. Φαντάστηκα ότι είναι κάποια θεία.
— Ποια θεία, βρε; Η Χάρις του Θεού σε βοήθησε, όχι εγώ. Το είπες πουθενά;
— Βέβαια το είπα στην αδελφή την γιατρίνα.
— Πάρτην τώρα τηλέφωνο και πες της ότι είπε ο Γέροντας «μέχρι να πεθάνω
έχετε και οι δύο κανόνα να μην πήτε σε κανέναν τίποτα!». Τώρα πάρτην.
Την παίρνω και της λέω:
— Αδελφή, είμαι μαζί με τον Γέροντα.
— Την ευχή του.
— Ναι, την ευχή του αλλά έχω να σου πω ότι έχουμε και οι δύο κανόνα να
μην πούμε πουθενά ότι μου έκανε καλά τα μάτια … Γελάει η αδελφή. Μην
γελάς, της λέω, τα πράγματα είναι σοβαρά, εγώ έφαγα ξύλο γι΄ αυτό. Το
κλείνω και μου λέει ο Γέροντας: