Στὸ ἀπόμακρο γιὰ κεῖνο τὸν καιρὸ νοσοκομεῖο τῆς Ἀθήνας, τὸ Ἀρεταίειο, ἡ γραμματεία ἔπαιρνε ἀπ’ ἔξω ἐντολὴ καὶ ἔδινε μέσα ἐντολὴ νὰ κρατήσουν κάποιο κρεββάτι στὸν μικρὸ παθολογικὸ θάλαμο, γιὰ ἕναν γέροντα καλόγερο ἀπὸ τὴν Αἴγινα.
Τὸν ἔφεραν κάποιο μεσημέρι δύο καλόγριες κι ἕνας μέτριος στὸ ἀνάστημα
σαραντάρης, ποὺ ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ μπῆκαν ἀνησυχοῦσε καὶ
κρυφόκλαιγε. Ἔκαναν τὶς διατυπώσεις τῆς εἰσόδου καὶ παραμονῆς του στὸ
θεραπευτήριο καὶ ἡ μία ἀπὸ τὶς δύο καλόγριες ἔφυγε.
Στὸν θάλαμο ποὺ τὸν τοποθέτησαν ἦταν ἄλλα τέσσερα κρεββάτια, ὡστόσο
μόνο τὰ δύο ἦταν πιασμένα. Στὸ διπλανὸ τοῦ γέροντα τῆς Αἴγινας
ἀναπαυόταν ἕνας ἄντρας περίπου σαραντάρης ποὺ ἔπασχε ἀπὸ παράλυση τῶν
κάτω ἄκρων. Ἦταν ἐπαρχιώτης οἰκογενειάρχης, εἶχε πέσει σ’ ἕνα γκρεμὸ ἀπὸ
τὸ ζῶο του, χτύπησε κι ἀπὸ τότε τὸν ἔσερναν μὲ τὰ φορεῖα. Στὸ παρακάτω,
ἔμενε κάποιος γέροντας συνταξιοῦχος δάσκαλος, μὲ οὐρολογικὴ κι αὐτὸς
πάθηση.
«Τί νομίζεις γερόντισσα Εὐφημία, ἔκανε κάπου στὸν προθάλαμο
σιγανασαίνοντας καὶ σκουπίζοντας τὰ δάκρυά του ὁ ἄντρας, θὰ κάνει τὴν
ἐγχείρηση, θ’ ἀντέξει στὸ μαχαίρι;»
Ἐκείνη ἀπόμεινε συλλογισμένη.
«Τί θ’ ἀπογίνουμε δίχως τὴν εὐλογημένη του καθοδήγηση, πῶς θὰ ζήσουμε χωρὶς τὴν προσευχή του;», συνέχισε ὁ ἄντρας.
«Ἐλπίζω, κύριε Σακκόπουλε, ἀποκρίθηκε τέλος ἡ καλόγρια μισοταραγμένη. Ὁ
καλὸς Θεὸς θὰ λυπηθεῖ τὴν ἀδελφότητα, δὲν θὰ ἐπιτρέψει ν’ ἀπομείνουμε
εἴκοσι ὀκτὼ ψυχὲς ὀρφανές.»
«Ὦ ἀδελφὴ Εὐφημία, σ’ αὐτὸν ὀφείλω τὰ πάντα. Καὶ κυρίως τὸν θησαυρὸ τῆς
ψυχῆς μου. Αὐτὸς μὲ εἰσήγαγε εἰς τὸ εὖρος, τὸ ὕψος καὶ τὸ κάλλος ποὺ
ἔχει ὁ Κύριος. Ἀπὸ νωρὶς ἔχασα τὴν μητέρα μου καὶ τὸ ξεπέρασα, πρόπερσι
ἀναπαύθηκε κι ὁ πατέρας μου, ἄνθρωπος ὅλο αὐταπάρνηση κι εὐγένεια καὶ τὸ
κατάπια. Ἂν μᾶς ἐγκαταλείψει κι ὁ ἅγιος γέροντας, ὁ πνευματικὸς πατέρας
καὶ ὁδηγὸς καὶ μεσίτης εἰς τὸν Θεόν, θὰ καταντήσω δυστυχής, θὰ
παραμείνω δεντρὶ στὴν ἔρημο…»
Ἡ καλόγρια τὸν ἀνακοίταξε μὲ κάποια στοργὴ καὶ κούνησε τὸ κεφάλι.
Πέρασε ὁ πρῶτος μήνας, πέρασε κι ὁ δεύτερος.
Δὲν πρόλαβε νὰ κάνει ἐγχείρηση, δὲν πρόλαβε νὰ περάσει ἀπὸ μαχαίρι.
Ἡ Ἀθήνα συγκλονιζόταν ἀπὸ ἰαχὲς καὶ ἀλλαλαγμοὺς γιὰ τὴν ἐκλογικὴ ἥττα
τοῦ Βενιζέλου, γιὰ τὶς ἀλλαγὲς στὴν Κυβέρνηση, γιὰ τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ
ἐξόριστου Βασιλιᾶ Κωνσταντίνου, οἱ ἐκκλησιαστικοὶ κύκλοι συζητοῦσαν,
σχολίαζαν τὴν ἔκπτωση τοῦ Μελετίου καὶ τὴν ἐπανενθρόνιση τοῦ Θεοκλήτου,
ὅταν ὁ χλωμὸς ἀσκητικὸς ἐκεῖνος γέροντας, ὁ καλόγερος τῆς Αἴγινας,
ἔβλεπε ξαφνικὰ καταμπροστά του ἀνοιγμένους τοὺς οὐρανοὺς καὶ τοὺς
ἀγγέλους κατὰ χιλιάδες νὰ τὸν ὑποδέχονται.