Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Κατά καιρούς, ιδίως τελευταία, ασκείται μιά κριτική στό θεολογικό έργο
τού μακαριστού καθηγητού π. Ιωάννου Ρωμανίδη καί διατυπώνονται διάφορες
απόψεις γιά τίς θεολογικές θέσεις του πάνω σέ θεολογικά καί πνευματικά
ζητήματα.
Τό περίεργο είναι ότι ασκείται κριτική μετά τήν κοίμησή του, χωρίς νά
μπορή ο ίδιος νά απαντήση σέ ερμηνείες πού δίνονται γιά τό θεολογικό του
έργο. Επίσης, κρίνεται από ανθρώπους οι οποίοι δέν τόν γνώρισαν
προσωπικά ή μελέτησαν αποσπασματικά τό έργο του, χωρίς νά τό εντάξουν
στήν ολότητά του.
Είναι
φανερόν ότι όλοι αυτοί αντιλαμβάνονται μερικές θεολογικές θέσεις του
μέσα από τίς δικές τους προϋποθέσεις καί τίς παρερμηνεύουν. Πιθανόν νά
κρίνουν τό έργο ενός μεγάλου θεολόγου, γιά νά γίνουν καί αυτοί
«μεγάλοι».
Είχα τήν εξαιρετική τιμή νά τόν γνωρίσω μετά τήν συνταξιοδότησή του από
τό Πανεπιστήμιο, κυρίως κατά τήν παραμονή του στήν Αθήνα, καί νά
ομιλούμε σχεδόν καθημερινώς γιά διάφορα εκκλησιαστικά καί θεολογικά
ζητήματα. Επίσης, μού απέστελνε κείμενά του καί μού ανέλυε, διά τού
τηλεφώνου, περισσότερο τίς απόψεις του. Τό ίδιο έκανε καί μέ τόν
καθηγητή π. Γεώργιο Μεταλληνό καί τόν θεολόγο κ. Αθανάσιο Σακαρέλλο.
Πέρα από αυτό, μέ αίτησή του μού ζήτησε νά τόν εγγράψω στούς ιερατικούς
καταλόγους τής Ιεράς Μητροπόλεώς μου, χωρίς, βέβαια, νά λαμβάνη μισθό,
αλλά γιατί ήθελε νά έχη κάποια εκκλησιαστική «στέγη», πράγμα πού έγινε
μετά τήν έκδοση τού Απολυτηρίου του από τήν Ιερά Αρχιεπισκοπή Αμερικής,
όπως τό είχα ζητήσει. Επομένως, είμαι ο τελευταίος Επίσκοπός του.