Ήταν κάποτε μία κυρία η οποία προσήλθε με μετάνοια να εξομολογηθεί σε κάποιον ιερέα.
Ο ιερέας την καλοδέχτηκε, έβαλε το πετραχήλι του και την παρότρυνε να αρχίσει να του λέγει τα λάθη της. Η γυναίκα κόμπιαζε.
Μετά από λίγη ώρα και μετά από τα πειστικά λόγια του ιερέως ότι δεν
χρειάζεται να ντρέπεται ή να φοβάται να ομολογήσει τα λάθη της, η
γυναίκα άρχισε να του διηγείται τα λόγια, τις κατακρίσεις και τα
κουτσομπολιά που σε όλη της την ζωή έλεγε για ανθρώπους που είτε
τους γνώριζε είτε δεν τους είχε συναντήσει ποτέ.
Ο ιερέας την άκουσε υπομονετικά. Όταν τελείωσε ο ιερέας σηκώθηκε όρθιος.
Της διάβασε την συγχωρητική ευχή. Η γυναίκα νόμιζε τελείωσαν και πήγε
να φύγει.
Ο ιερέας όμως την είπε: «Μην βιάζεσαι, θέλω να πας στο σπίτι σου, να
πάρεις το μαξιλάρι σου και να ανέβεις στην στέγη. Εκεί, να πάρεις ένα
μαχαίρι και να ανοίξεις στα δυο το μαξιλάρι. Θέλω να το κάνεις αυτό και
να παρατηρήσεις τι θα γίνει. Έλα αύριο να μου πεις τι έγινε.
Η γυναίκα πήγε και έκανε ότι της είπε ο ιερέας.
Την επαύριον η γυναίκα ξαναπήγε στον ιερέα.
http://hristospanagia3.blogspot.gr/