Όταν η ψυχή κατέχηται εκ της αγάπης του Θεού, ώ, πώς τότε τα πάντα είναι
ευχάριστα, ηγαπημένα και ευφρόσυνα! Η αγάπη όμως αύτη συνεπάγεται
οδύνην, και όσον βαθυτέρα είναι η αγάπη, τοσούτον μεγαλυτέρα είναι η
οδύνη.
Η Θεομήτωρ ουδέποτε ημάρτησεν, ουδέ δια λογισμού, και ουδέποτε απώλεσε
την χάριν, αλλά και Αυτή είχε μεγάλας θλίψεις. Ότε ίστατο παρά τον
Σταυρόν, τότε ως ωκεανός απέραντος ήτο η θλίψις Αυτής, και οι πόνοι της
ψυχής Αυτής ήσαν ασυγκρίτως μεγαλύτεροι του αδαμιαίου πόνου μετά την
έξωσιν εκ του Παραδείσου, διότι και η αγάπη Αυτής ήτο ασυγκρίτως
μεγαλυτέρα της αγάπης του Αδάμ εν τω Παραδείσω. Και εάν επέζησεν,
επέζησε μόνον θεία δυνάμει, δια της ενισχύσεως του Κυρίου, διότι η
ευδοκία Αυτού ήτο όπως ίδη την Ανάστασιν, και ύστερον, μετά την Ανάληψιν
Αυτού, παραμείνη ως παράκλησις και χαρά των Αποστόλων και του νέου
χριστιανικού λαού.