Τον γέροντα Αναστάσιο τον συναντήσαμε στον Τσούτσουρο, όπου υπηρετούσε πολλά χρόνια ως εφημέριος, στην Ι. Μ. Κουδουμά και τελευταία στο Βενιζέλειο Νοσοκομείο Ηρακλείου.
Ήταν ομολογουμένως από τους τελευταίους «Αβάδες» των Αστερουσίων, που
μας συνέδεσαν με τις παλιές καλές εποχές. Είχε τα χαρακτηριστικά ενός
μικρού παιδιού, μα και ενός πανεπιστήμονα.
Η καρδιά του ήταν ίδια με την καρδιά ενός μικρού παιδιού. Άκακος,
ταπεινός, απονήρευτος, ατάραχος, ειρηνικός, πάντα με καλούς λογισμούς,
όπως έλεγε και ο γέροντας Παΐσιος. Το πρόσωπό του ήταν φωτεινό. Τα μάτια
του αλλιώτικα. Προφητικά μάτια… Ένοιωθες πως δεν μπορούσες να του
κρυφτείς, ταυτόχρονα όμως ένοιωθες και την αγάπη του. Ήταν απόφοιτος της
Ε΄ Δημοτικού, αλλά αυτό δεν έλεγε τίποτα… Ήταν, όπως προείπαμε,
πανεπιστήμονας. Θεολόγος βαθύνους, που δεν υπάρχουν πολλοί στις μέρες
μας. Γνώστης και ερμηνευτής των γραφών και των πατέρων.
Τον απασχολούσαν οι σημερινές καινοτομίες εκκλησιαστικών προσώπων, μα
και στενοχωριούνταν γι΄ αυτό. Αγαπούσε τον παπα – Γιώργη Μεταλληνό και
τον Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιερόθεο. Τον γέροντα Εφραίμ της Αμερικής, τον
παπά Γιάννη Ρωμανίδη και άλλους σημερινούς γέροντες και ιερείς. Μας
συμβούλευε να μελετάμε μόνο αυτούς και όχι τη θολή θεολογία του
στοχασμού, ως έλεγε.
Είχε αγάπη χωρίς όρια και ταπείνωση. Είχε όμως και προφητική δύναμη.
Ποτέ δεν κατέκρινε άνθρωπο, αλλά δεν χαριζόταν απρόσωπα στην αμαρτία.
Μερικές από τις φράσεις του που καταγράψαμε είναι: