π. Ἀρσένιος Γρηγοριάτης
Ενας συμμοναστής του μᾶς εἶπε: -῞Οταν γέρασε ὁ Γέρο-Αρσένιος καθόταν
στό κελί του σέ μία καρέκλα καί ἔλεγε τήν εὐχή στραμμένος πρός τίς
εἰκόνες.
Μιά μέρα ἦταν πολύ χαρούμενος καί εἶπε σέ συμμοναστή του: «῎Εχει μία
χαρά ἡ ψυχή μου, τρέλα χαρᾶς, τώρα πού θά φύγω ἀπ᾽ αὐτόν τόν κόσμο».
Τήν ἄλλη μέρα ὅμως ἦταν κατηφής καί στενοχωρημένος.
-Τί ἔχεις, π. ᾽Αρσένιε; τόν ρώτησε ὁ ἴδιος μοναχός.
-Τί νά σοῦ πῶ! Κοιτάζω τίς εἰκόνες καί γυρνάει ἡ Μαννούλα (Παναγία) τό
πρόσωπό της ἀλλοῦ, δέ θέλει νά μέ δεῖ, τό ἴδιο κι ὁ Χριστός κι ὁ ῞Αγιος
Νικόλαος… Μά τί σᾶς ἔφταιξα; τούς λέω.
Αὐτό κράτησε γιά 3 - 4 ἡμέρες ἀκόμα. ῞Ομως τήν Πέμπτη ὁ π. ᾽Αρσένιος
ἦταν πάλι χαρούμενος, κατενυγμένος, δακρυσμένος καί ἐξήγησε τήν ἀλλαγή
του:
-῎Αρχισα νά ψάχνω τί φταίει. Καί σκέφτηκα μήπως ἐκεῖνος ὁ λόγος πού
εἶπα ὅτι ἔχει μία χαρά ἡ ψυχή μου πού θά φύγει ἀπό τόν κόσμο, μήπως αὐτό
εἶναι ὑπερηφάνεια; Κι ἄρχισα νά λέω: