"Ηγεμόνας και βασιλιάς τής Σερβίας μετά το 1815 ήταν ο Μίλος. Κάποια
Κυριακή πήγε να λειτουργηθεί μαζί με την οικογένειά του στο παρεκκλήσι
των ανακτόρων. Εκείνη όμως την Κυριακή δεν λειτουργούσε ο κανονικός
εφημέριος των ανακτόρων, πού ήταν υπέργηρος και άρρωστος, αλλά ένας
τριαντάχρονος νεοχειροτονημένος ιερεύς.
Όταν τελείωσε η Θεία Λειτουργία, ο Λειτουργός ιερεύς μοίρασε το
Αντίδωρο. Πρώτος πλησίασε ο βασιλιάς, πού, ας σημειωθεί, ήταν και
μεγάλος στην ηλικία. Δίδοντας όμως το Αντίδωρο, ο ιερεύς τράβηξε το χέρι
του, για να μη το φιλήσει ο ηγεμόνας.
Τότε ο γέρο-βασιλιάς τον κοίταξε αυστηρά και τού είπε: "Δώσε μου το χέρι
σου, πάτερ μου, κι άλλη φορά μη το τραβήξεις, διότι δεν φιλώ το δικό
σου χέρι.