Η μακαριστή γερόντισσα Άννα Γιοβάνογλου γεννήθηκε το 1903 στην Πάνορμο της Μικράς Ασίας από γονείς πολύ ευλαβείς, τον Ιωάννη και την Δήμητρα. Ήταν πρωτότοκη και είχε άλλα οκτώ αδέλφια. Στην βάπτιση της δόθηκε το όνομα Αναστασία. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, μετά από ταλαιπωρίες, εγκαταστάθηκαν στο χωριό Πηγάδια Κυργίων Δράμας. Στα Πηγάδια ο πατέρας της έγινε κτηνοτρόφος. Αυτή ως μεγαλύτερη φρόντιζε για τα μικρότερα αδέλφια της, γιατί και η μητέρα της εργαζόταν.
Από μικρή αγαπούσε τον Χριστό. Όταν μιλούσε για τον Χριστό και την
Παναγία έκλαιγε. Από μικρή κρατούσε όλες τις νηστείες και κρέας δεν
έφαγε ποτέ. Όταν πήγαιναν στο χωριό της μοναχοί από τα Κύργια, αυτή
πήγαινε κοντά τους και ήθελε να ακούη για τον Χριστό. Δεν πήγε σχολείο,
δεν ήξερε να διαβάζη. Προσευχόταν και μερικές νύχτες άκουγε αγγελικές
ψαλμωδίες.
Διηγείτο: «Ήμασταν εννιά αδέλφια και μόνο κρατούσαμε (τηρούσαμε) του
πατέρα μας τον λόγο. Αλλά ήρθε καιρός που να μην τον κρατήσω εγώ, γιατί
ήμουν μεγαλύτερη τριάντα χρόνων κοπέλα και ήρθε καιρός να παντρευτώ και
τ’ αδέλφια μου όλα μεγάλωσαν και ήταν για παντρειά και μουρμούριζαν
(γόγγυζαν) εναντίον μου, πότε θα παντρευτείς; τι θα κάνεις;».
Παντρεύτηκε ένα νέο ονόματι Γιάννη που είχαν για βοσκό στα πρόβατά τους.
Επειδή οι γονείς της δεν συγκατατέθηκαν, την έδιωξαν από το σπίτι. Ο
σύζυγός της μια βδομάδα μετά από τον γάμο τους πήγε στην Κοζάνη να δη
τους δικούς του και δεν ξαναγύρισε ποτέ, ούτε και έμαθε τι απέγινε. Η
ίδια δεν γόγγυξε ποτέ, δεν τον κακολόγησε, δεν παραπονέθηκε. Τον
συγχωρούσε και έλεγε να είναι καλά. Έλεγε: «Έτσι ήθελε ο Θεός και έτσι
έγινε».