Μια φορά ένα παιδί δευτέρας γυμνασίου ήρθε στο καλύβι και χτύπησε το σιδεράκι στην πόρτα. Είχα ένα τσουβάλι γράμματα να διαβάσω, αλλά είπα, ας βγω να δω τι θέλει.
-Τι είναι, παλληκάρι; του λέω.
-Αυτό είναι, αλλά αυτός δεν είναι εδώ. Πήγε να αγοράση τσιγάρα, του λέω.
-Φαίνεται κάποιον πήγε να εξυπηρετήση, μου λέει με καλό λογισμό.
-Για τον εαυτό του πήγε να τα αγοράση, του λέω. Του είχαν τελειώσει και
έκανε σαν τρελλός για τα τσιγάρα. Εμένα με άφησε εδώ μόνον μου και ούτε
ξέρω πότε θα γυρίση. Αν δω ότι αργεί, θα σηκωθώ να φύγω.
Βούρκωσαν τα μάτια του και με καλό πάλι λογισμό είπε: