ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Πρόσεξε ὅμως καὶ τὴν πίστη καὶ τὴν ὑπακοὴ τῶν μαθητῶν. Ὅταν
ἄκουσαν τὸ κάλεσμά Του, ἦταν στὴ μέση τῆς ἐργασίας καὶ ξέρετε
πόσο ἀπαιτητικὸ εἶναι τὸ ψάρεμα. Κι ὅμως δὲν ἄφησαν γι’
ἀργότερα, δὲν εἶπαν·
«Ἅμα γυρίσουμε στὸ σπίτι, θὰ μιλήσουμε μὲ τοὺς δικούς μας».
Ἀλλὰ τ’ ἄφησαν ὅλα καὶ Τὸν ἀκολούθησαν, ὅπως ἔκαμε
ὁἘλισσαῖος στὰ χρόνια τοῦ προφήτη Ἠλία. Τέτοια ὑπακοὴ ζητᾶ
ἀπὸ μᾶς ὁ Χριστός, ὥστε οὔτε ἕνα δευτερόλεπτο ἀναβολὴ νὰ
μὴν κάνουμε, ἀκόμα κι ἂν μᾶς βιάζει κάτι ἀπὸ τὰ ἀπαραίτητα.
Γι’ αὐτὸ καὶ κάποιον ἄλλον, ποὺ τὸν πλησίασε καὶ ζήτησε νὰ
θάψει τὸν πατέρα του, οὔτε αὐτὸ δὲν τὸν ἄφησε νὰ κάνει,
δείχνοντας ὅτι ἀπὸὅλα πρέπει νὰ προτιμοῦμε νὰ Τὸν
ἀκολουθήσουμε. Καὶ ἂν ἰσχυριστεῖς ὅτι ἦταν μεγάλη ἡ
ὑπόσχεση ποὺ τοὺς ἔδωσε, θὰ ἀπαντήσω ὅτι γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς
θαυμάζω πιὸ πολύ, ἐπειδὴ παρ’ ὅλο ποὺ ἀκόμα δὲν εἶχαν δεῖ ἀπ’
Αὐτὸν κανένα θαυμαστὸ σημεῖο, πίστεψαν σὲ τόσο μεγάλη
ὑπόσχεση καὶ ὅλα τὰ ἄλλα τὰ θεώρησαν δευτερεύοντα μπροστὰ
στὸ νὰ Τὸν ἀκολουθήσουν. Γιατί μὲ ὅποια λόγια πείστηκαν οἱ
ἴδιοι, πίστεψαν ὅτι μὲ αὐτὰ θὰ μποροῦσαν κι ἄλλους νὰ πείσουν.
Αὐτό, λοιπόν, ὑποσχέθηκε σ’ αὐτούς. Σ’ ἐκείνους ὅμως ποὺ ἦταν
μαζὶ μὲ τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη δὲν εἶπε τίποτα τέτοιο,
γιατί ἡ ὑπακοὴ τῶν πρώτων ἄνοιξε ἔπειτα τὸ δρόμο καὶ σ’
αὐτούς. Ἐξ ἄλλου εἶχαν ἀκούσει πολλὰ προηγουμένως γι’ Αὐτόν.