Οἱ γονεῖς του Αγίου Αλεξάνδρου του Σβιρ, Στέφανος καὶ Βάσσα ἦσαν πτωχοὶ
κάτοικοι τοῦ χωριοῦ Μαντέρα, πλησίον τῆς λίμνης Λάν-τογκα, στὶς ὄχθες
τοῦ ποταμοῦ ᾿Ογιάτα, ἑνὸς παραποτάμου τοῦ ποταμοῦ Σβίρ.
᾿Απέκτησαν υἱοὺς καὶ θυγατέρας, οἱ ὁποῖοι ἐνηλικιώθησαν καὶ ζοῦσαν
πλέον μακρυὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς τους. ῾Ο Στέφανος καὶ ἡ Βάσσα ἐπιθυμοῦσαν
νὰ ἀποκτήσουν ἀκόμη ἕναν υἱό. Προσηύχοντο θερμῶς καὶ ἄκουσαν μία φωνὴ
ἄνωθεν:
«Χαῖρε, ζεῦγος, διότι θὰ γεννήσετε υἱόν, εἰς τοῦ ὁποίου τὴν γέννησιν ὁ Θεὸς θὰ δώση παράκλησιν εἰς τὴν ᾿Εκκλησίαν Του».
῾Ο ᾿Αμώς, ὁ υἱὸς αὐτὸς τῆς ἐπαγγελίας, μεγάλωνε ὡς ἕνα ἐξαιρετικὸ παιδί.
῏Ηταν πάντοτε ὑπάκουος καὶ εὐγενικός, ἀπέφευγε παιγνίδια, ἀστεῖα καὶ
ἄσχημες συζητήσεις, φοροῦσε πτωχικὰ ροῦχα καὶ τόσο ἀδυνάτιζε ἀπὸ τὴν
νηστεία, ὥστε προξενοῦσε τὴν ἀνησυχία τῆς μητέρας του.