- Παππού, βοήθησέ με.
- Τι έχεις, παιδί μου; μωρέ πολύ
τρομαγμένος φαίνεσαι.
- Ε, να Γέροντα. ο
πειρασμός δεν με αφήνει ήσυχο. Και στον ύπνο, αλλά και φανερά ξύπνιο με πολεμά.
Στον ύπνο φωνές, απειλές. Στην αγρυπνία το ίδιο. Μόλις αρχίσω τον κανόνα μου χτυπά
την πόρτα, ακούω άγριες φωνές, απειλές. Από τον φόβο μου τρέμω σαν ψάρι. Πού να
πάω να γλυτώσω!
- Μωρέ, εσύ μεγάλος αγωνιστής
είσαι. Σε κατάλαβε ο σατανάς και γελά μαζί σου.
Όταν λέμε «Κύριε, Ιησού Χριστέ,
ελέησόν με», ο πειρασμός κατακαίεται, μόνο που ακούει το όνομα του Χριστού.
Πάση θυσία μηχανεύεται να μας καταφέρει να σιωπήσουμε. Βάζει μέριμνες, ιδέες,
περισπασμούς, και ό,τι άλλο φανταστείς. Μόνον ευχή να μη λέμε. Εσένα σε βρήκε
δειλό. Σου λέει. ή σταματάς την ευχήν ή μπαίνω να σε σκοτώσω. Εσύ… το΄ χαψες. Βρε μην τον φοβάσαι.
είναι ψεύτης.