Μιά
φορά, θυμάμαι, ανέβαινα έναν ανήφορο καί είχα τριάντα κιλά στήν πλάτη
μου. Ήμασταν στίς Σταγιάτες τότε. Λοιπόν, είχα βάρος στόν ώμο, είχα καί
στά χέρια. Ήταν καταμεσήμερο, ζέστη, καί νά ανεβαίνης τον άνήφορο. Αλλά
έλεγα με τό νου μου ότι τώρα ο Χριστός ανεβαίνει με τον Σταυρό. Πώς
ανέβηκε ο Χριστός τον Γολγοθά; ’Έτσι καί ’γώ θά ανέβω. Καί ’κείνη τήν
ώρα πού ανέβαινα μέ κόπο καί μόχθο καί δέν μπορούσα καί είχε γίνει τό
πρόσωπό μου σάν τό μαύρο πανί, αισθάνθηκα δυο χέρια νά μου σηκώνουν τό
βάρος από τό πίσω μέρος. Πώς μέ σπρώχνετε καμμιά φορά στόν ανήφορο γιά
νά ανέβω; Έτσι ανέβηκα, τόσο εύκολα, ούτε νά ιδρώσω ούτε τίποτε, καί
μετά αισθάνθηκα τόσο ελαφρωμένη! Μετά άφησα τό βάρος αυτό καί πήγα κι
έκανα τετρακόσιες μετάνοιες. Πλημμύρισα από χαρά. Τί ήταν αυτό;
Ήταν μιά
ξεκούρασι καί μιά πληρωμή από τον Θεό τό αισθάνθηκα στήν καρδιά μου.
Δέν μπορώ νά τό ξεχάσω, αυτό μου έμεινε μέσα στήν ψυχή μου.