Πραξ. 21 ,26 τότε ὁ Παῦλος
παραλαβὼν τοὺς ἄνδρας τῇ ἐχομένῃ ἡμέρᾳ
σὺν αὐτοῖς ἁγνισθεὶς εἰσῄει εἰς
τὸ ἱερόν, διαγγέλλων τὴν ἐκπλήρωσιν τῶν ἡμερῶν
τοῦ ἁγνισμοῦ, ἕως οὗ προσηνέχθη ὑπὲρ ἑνὸς
ἑκάστου αὐτῶν ἡ προσφορά.
Πραξ. 21,26 Τοτε ο Παύλος επήρε την επομένην ημέραν τους τέσσαρας
άνδρας, υπεβλήθη στους αγνισμούς, που ώριζε ο νόμος, εισήλθε στο ιερόν και
ανήγγειλε εις όλους ότι συνεπληρώθησαν αι ημέραι του αγνισμού, έως ότου
προσεφέρθη δι' ένα έκαστον από αυτούς η καθιερωμένη θυσία.
Πραξ. 21,27 Ὡς δὲ ἔμελλον
αἱ ἑπτὰ ἡμέραι συντελεῖσθαι, οἱ ἀπὸ
τῆς Ἀσίας Ἰουδαῖοι θεασάμενοι αὐτὸν ἐν
τῷ ἱερῷ συνέχεον πάντα τὸν ὄχλον, καὶ ἐπέβαλον
τὰς χεῖρας ἐπ᾿ αὐτὸν
Πραξ. 21,27 Οτυαν δε επρόκειτο να συμπληρωθούν αι επτά ημέραι, κατά
τας οποίας θα έληγε η όλη τελετή του αγνισμού, οι από την Ασίαν Ιουδαίοι, όταν
είδαν τον Παύλον στο ιερόν, ανεστάτωσαν και εξεσήκωσαν όλον τον λαόν και τον
έπιασαν,
Πραξ. 21,28 κράζοντες· ἄνδρες
Ἰσραηλῖται, βοηθεῖτε· οὗτός ἐστιν ὁ ἄνθρωπος
ὁ κατὰ τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ νόμου καὶ τοῦ
τόπου τούτου πάντας πανταχοῦ διδάσκων· ἔτι τε καὶ Ἕλληνας
εἰσήγαγεν εἰς τὸ ἱερὸν καὶ κεκοίνωκε τὸν
ἅγιον τόπον τοῦτον·
Πραξ. 21,28 κράζοντες· “άνδρες Ισραηλίται, βοηθήστε μας· αυτός είναι
ο άνθρωπος, ο οποίος εις όλα τα μέρη διδάσκει όλους εναντίον του ισραηλιτικού
λαού και εναντίον του μωσαϊκού Νομου και εναντίον του ιερού τούτου τόπου. Ακόμη
δε και Ελληνας ειδωλολάτρας έφερε στο ιερόν και εμόλυνε τον άγιον τούτον τόπον”.
Πραξ. 21,29 ἦσαν γὰρ ἑωρακότες
Τρόφιμον τὸν Ἐφέσιον ἐν τῇ πόλει σὺν αὐτῷ,
ὃν ἐνόμιζον ὅτι εἰς τὸ ἱερὸν εἰσήγαγεν
ὁ Παῦλος.
Πραξ. 21,29 Ελεγαν δε αυτό, διότι είχαν ιδεί τον Τρόφιμον, τον
Εφέσιον, εις την πόλιν μαζή με τον Παύλον, τον οποίον και ενόμιζαν ότι τον
είχεν εισαγάγει ο Παύλος στο ιερόν.
Πραξ. 21,30 ἐκινήθη τε ἡ
πόλις ὅλη καὶ ἐγένετο συνδρομὴ τοῦ λαοῦ, καὶ
ἐπιλαβόμενοι τοῦ Παύλου εἷλκον αὐτὸν ἔξω τοῦ
ἱεροῦ, καὶ εὐθέως ἐκλείσθησαν αἱ θύραι.
Πραξ. 21,30 Εταράχθηκε όλη η πόλις, εμαζεύτηκε ταχέως εκεί λαός
Εβραίων και αφού έπιασαν τον Παύλον, τον έσυραν έξω από την αυλήν του ναού και
αμέσως εκλείσθησαν αι θύραι, μήπως και μολυνθή ο ναός με το αίμα του Παύλου,
τον οποίον είχαν απόφασιν να εκτελέσουν αμέσως εκεί.
Πραξ. 21,31 ζητούντων δὲ αὐτὸν
ἀποκτεῖναι ἀνέβη φάσις τῷ χιλιάρχῳ τῆς
σπείρης ὅτι ὅλη συγκέχυται Ἱερουσαλήμ·
Πραξ. 21,31 Ενώ δε εκείνοι με τα κτυπήματα των επιχειρούσαν να τον
φονεύσουν, έγινε γνωστόν στον χιλίαρχον του ρωμαϊκού τάγματος ότι όλη η
Ιερουσαλήμ είναι αναστατωμένη.
Πραξ. 21,32 ὃς ἐξαυτῆς
παραλαβὼν στρατιώτας καὶ ἑκατοντάρχους κατέδραμεν ἐπ᾿
αὐτούς. οἱ δὲ ἰδόντες τὸν χιλίαρχον καὶ τοὺς
στρατιώτας ἐπαύσαντο τύπτοντες τὸν Παῦλον.
Πραξ. 21,32 Αυτός παραλαβών αμέσως στρατιώτας και εκατοντάρχους,
έτρεξε κάτω εις αυτούς. Οταν δε εκείνοι είδαν τον χιλίαρχον και τους
στρατιώτας, έπαυσαν να κτυπούν τον Παύλον.
Ιω. 6,2 καὶ ἠκολούθει
αὐτῷ ὄχλος πολύς, ὅτι ἑώρων αὐτοῦ τὰ
σημεῖα ἃ ἐποίει ἐπὶ τῶν ἀσθενούντων.
Ιω. 6,2 Και τον ακολουθούσε πολύς λαός, διότι έβλεπαν
τα θαύματα που έκαμνε δια την θεραπείαν των ασθενών.
Ιω. 6,3 ἀνῆλθε δὲ
εἰς τὸ ὄρος ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐκεῖ
ἐκάθητο μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ.
Ιω. 6,3 Ανέβηκε δε στο όρος ο Ιησούς και εκεί εκάθισε
μαζή με τους μαθητάς του.
Ιω. 6,4 ἦν δὲ ἐγγὺς
τὸ πάσχα, ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων.
Ιω. 6,4 Επλησίαζε δε το πάσχα, η μεγάλη αυτή εορτή των
Ιουδαίων.
Ιω. 6,5 ἐπάρας οὖν
ὁ Ἰησοῦς τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ
θεασάμενος ὅτι πολὺς ὄχλος ἔρχεται πρὸς αὐτόν,
λέγει πρὸς τὸν Φίλιππον· πόθεν ἀγοράσωμεν ἄρτους ἵνα
φάγωσιν οὗτοι;
Ιω. 6,5 Και καθώς εσήκωσε ο Ιησούς τα μάτια και είδεν
ότι πολύς λαός έρχεται προς αυτόν, είπε προς τον Φιλιππον· “από που και με τι
χρήματα θα αγοράσωμεν ψωμιά, δια να φάγουν αυτοί οι άνθρωποι;”.
Ιω. 6,6 τοῦτο δὲ
ἔλεγε πειράζων αὐτόν· αὐτὸς γὰρ ᾔδει
τί ἔμελλε ποιεῖν.
Ιω. 6,6 Ελεγε δε τούτο ο Κυριος, δια να δοκιμάση την
πίστιν του Φιλίππου. Διότι αυτός εγνώριζε πολύ καλά τι επρόκειτο με την
παντοδυναμίαν του να κάμη έντος ολίγου.
Ιω. 6,7 ἀπεκρίθη αὐτῷ
Φίλιππος· διακοσίων δηναρίων ἄρτοι οὐκ ἀρκοῦσιν αὐτοῖς
ἵνα ἕκαστος αὐτῶν βραχύ τι λάβῃ.
Ιω. 6,7 Απήντησεν εις αυτούς ο Φιλιππος· “ούτε
διακοσίων δηναρίων ψωμιά δεν αρκούν εις αυτούς, όχι να χορτάσουν, αλλά δια να
πάρη ο κάθε ένας ένα μικρό κόμματι”.
Ιω. 6,8 λέγει αὐτῷ
εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἀνδρέας ὁ
ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου.
Ιω. 6,8 Λεγει εις αυτόν ένας από τους μαθητάς του, ο
Ανδρέας, ο αδελφός του Σιμωνος Πετρου·
Ιω. 6,9 ἔστι παιδάριον
ἓν ὧδε, ὃς ἔχει πέντε ἄρτους κριθίνους καὶ
δύο ὀψάρια· ἀλλὰ ταῦτα τί ἐστιν εἰς
τοσούτους;
Ιω. 6,9 “είναι εδώ κάποιος νέος, που έχει πέντε
κρίθινα ψωμιά και δύο ψάρια· αλλά τι είναι αυτά εμπρός εις τόσο πλήθος
ανθρώπων;”
Ιω. 6,10 εἶπε δὲ ὁ
Ἰησοῦς· ποιήσατε τοὺς ἀνθρώπους ἀναπεσεῖν·
ἦν δὲ χόρτος πολὺς ἐν τῷ τόπῳ. ἀνέπεσον
οὖν οἱ ἄνδρες τὸν ἀριθμὸν ὡσεὶ
πεντακισχίλιοι.
Ιω. 6,10 Ο Ιησούς όμως τους είπε· “Βαλτε τους ανθρώπους
να καθίσουν”. Υπήρχε δε πολύ χορτάρι στον τόπον, διότι ήτο άνοιξις. Εκάθισαν,
λοιπόν, πρώτον οι άνδρες των οποίων ο αριθμός έφθανε περίπου τας πέντε
χιλιάδας.
Ιω. 6,11 ἔλαβε δὲ
τοὺς ἄρτους ὁ Ἰησοῦς καὶ εὐχαριστήσας
διέδωκε τοῖς μαθηταῖς, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ἀνακειμένοις·
ὁμοίως καὶ ἐκ τῶν ὀψαρίων ὅσον ἤθελον.
Ιω. 6,11 Επήρε δε ο Ιησούς εις τα χέρια του τα ψωμιά και
αφού ευχαρίστησε τον πατέρα, εμοίρασε στους μαθητάς, οι δε μαθηταί εμοίρασαν
στους καθισμένους εκεί ανθρώπους. Το ίδιο έκαμαν και με τα ψάρια και έδιδαν
στον καθένα όσο ήθελε, δια να χορτάση.
Ιω. 6,12 ὡς δέ ἐνεπλήσθησαν,
λέγει τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· συναγάγετε τὰ
περισσεύσαντα κλάσματα, ἵνα μή τι ἀπόληται.
Ιω. 6,12 Αφού δε εχόρτασαν όλοι, είπεν ο Ιησούς στους
μαθητάς του· “μαζέψτε τα κομμάτια που επερίσσεψαν, δια να μη χαθή τίποτε”.