Άλλο ένα περιστατικό πού διηγήθηκε ο
ύποτακτικός του Στάρετς Θεόφιλου:
Ό
Στάρετς είχε μεταφερθή στό ερημητήριο Γκολοσεγιέφσκαγια. Μιά ημέρα, τόν Μάϊο
του 1853, περίπου έξι μήνες πριν τόν θάνατό του, ο μακάριος φώναξε τόν υποτακτικό του:
«Παντελεήμων!
’Άς πάμε στό δάσος νά προσευχηθούμε στον Θεό».
Καθώς
βάδιζαν, ο Στάρετς διάβαζε τό Εύαγγέλιο, έψαλλε κι έπλεκε ένα ζευγάρι κάλτσες,
ενώ ο Παντελεήμων έκοβε σανό σ’ όλο τό δρόμο καί έκανε δεμάτια γιά νά ταΐση τόν
ταύρο στην επιστροφή τους στό σπίτι. Πήγαν μακρυά- καί όταν έφτασε πιά τό
απόγευμα, κατά τήν δύση του ήλιου, οι οδοιπόροι μας πήραν τόν δρόμο του γυρισμού.
Περπατώντας
πίσω απ’ τό μέρος όπου τώρα βρίσκεται τό ερημητήριο Πρεομπραζέσκαγια, ο Στάρετς
σταμάτησε καί ρώτησε:
«Τι
θάλεγες νά ξεκουραζόμασταν γιά λίγο σ’ αυτόν τόν λόφο Παντελεήμων καί ν’ απολαύσουμε από δώ την θέα της 'Αγίας Λαύρας;».
Ο κατάκοπος υποτακτικός, μή περιμένοντας δεύτερη κουβέντα, ξάπλωσε στό γρασίδι κι
άρχισε νά ροχαλίζη. Ο Στάρετς Θεόφιλος έβγαλε ένα κομμάτι πάγο τό έβαλε στό νερό,
πρόσθεσε καί λίγο μέλι καί τό ήπιε γιά νά δυναμώση τό εξαντλημένο του σώμα.
Πέρασε
μισή ώρα. Ξαφνικά ο μακάριος φώναξε: