Κάποια
γυναίκα πού αγωνιζόταν στον κόσμο -τήν έλεγαν Χρυσοβαλάντου-, ο Γέροντας τήν
είχε σάν πνευματική μητέρα καί πολύ τήν αγαπούσε. Ηταν άνθρωπος μεγάλης αρετής
και πολύ ελεήμων. Όλα ό,τι είχε, τά έδινε ελεημοσύνη. Όποιον έβλεπε, έδινε. Γι’
αυτήν λοιπόν στά τέλη της είπε ο Γέροντας: «Μόνο οι Όσιοι Πατέρες βλέπουν αυτά
τά πράγματα, οι ασκητάδες, οι ερημίτες, κανείς άλλος δέν τά βλέπει αυτά. Έβλεπε
νά περνούν από μπροστά της ό,τι έδινε. Στρώματα; Παπλώματα; Κουβέρτες; Ό,τι
έδινε και δέν έδινε, όλα». Κι έλεγε: «Πώ, πώ τί διαμαντένια, πώ, πώ τί χρυσά!
Δεν έδωσα κανένα χρυσό πάπλωμα. Τί είναι αυτό;». Μιλούσε μόνη της καί τά ακούγαμε
εμείς.
’Έλεγε: «Τί χρυσά στρώματα, τί χρυσές κουβέρτες είναι αυτές! Τί ωραία
πράγματα είναι αυτά!». Όλα λοιπόν, ό,τι έδινε περάσαν από μπροστά της καί τά είδε.
Την ώρα του θανάτου της τά είδε. «Άντε, Γέροντα, άντε Γέροντα, φθάσε Γέροντα,
ήρθε η ώρα μου, ήρθε ο Άγγελος, άντε Γέροντα», σιγοψιθύριζε.