Σας το
έχω πει καί άλλη φορά. Ήταν ένας Γέροντας -τώρα στις μέρες μας-, πού με
αξίωσε ο Θεός νά τον γνωρίσω. Είχε δει πολλές οπτασίες. Ήταν καί πολύ
ελεήμων. Στο δρόμο πού πήγαινε, όταν συναντούσε κάποιον πού είχε ανάγκη,
έδινε το ράσο του, τα παπούτσια του, τις κάλτσες του, όλα τά έδινε
ελεημοσύνη- ήταν πολύ απέριττος. Τρυγούσαν τά σταφύλια, ανέβαινε στήν
ταράτσα καί τά πετούσε ελεημοσύνη. Μιά μέρα ήρθε ένα γεροντάκι καί
ζητούσε ψωμί. Πήγε η μοναχή στον Γέροντα, -δέν κάνανε κάτι χωρίς την
ευλογία του Γέροντα-, καί του λέει:
-Γέροντα, ήρθε ένα γεροντάκι και ζητάει ψωμί. Τί νά κάνω, δέν έχουμε. Εχουμε μόνο λίγο ψωμάκι γιά αύριο πού θά πάμε στ’ αμπέλι.
-Νά τό δώσετε.
-Τί θά φάμε αύριο, σταφύλια σκέτα θά τρώμε, Γέροντα;