Θα
σας πω κάτι που είδε μια κυρία. Ήταν μία αγιασμένη ψυχή, που την έλεγαν
κα
Σεβαστή. Ήταν χήρα καί είχε μία κόρη πού τήν έλεγαν Νίκη. ’Έπιασε τό
παιδί της εργασία στις Σέρρες καί τήν κάλεσε νά πάη, νά καθήσουν εκεί.
Χωρίς να γνωρίζει
ότι κάναμε Μοναστήρι, είδε ότι βρέθηκε σε μια Μονή όπου ήταν μία πολύ
ωραία,
στά ολόμαυρα ντυμένη γυναίκα, μέ σχήμα μοναχής, πού κρατούσε ένα θυμιατό
ολόχρυσο και γύριζε γύρω-γύρω και λιβάνιζε μέ πολλή προσοχή καί ευλάβεια
το κάθε
παράθυρο.
Καί
είπε στη μαυροφόρα: «Ποιά είσαι εσύ πού λιβανίζεις;». «Εγώ είμαι η
Παναγία η Οδηγήτρια, βρίσκομαι στην Πορταριά, όπου είναι τα κορίτσια
εκείνα
πού γνώριζες (και της είπε τα ονόματα) καί τώρα λιβανίζω τα κελλάκια
τους καί
τα προστατεύω». Καί είπε: «'Ένα όνειρο πού είδα, τί όνειρο ήταν αυτό!
Γιά να
ρωτήσω, πού είναι τά κορίτσια; Πού είναι η Μαρία; Τί γίνανε;».