Παπαχαράλαμπος
Διονυσιάτης
Βλέποντας
ὁ Γέροντας τήν ὑπερβολικήν προθυμίαν
τοῦ δόκιμου Χαράλαμπου, μιά μέρα τόν
προσκαλεῖ ἰδιαιτέρως καί τοῦ λέει:
- Ἐκεῖ πάνω σέ κείνα τά βράχια πού βλέπεις, ἔχει μιάν μικρή σπηλιά. Σέ διαβεβαιῶ ὅτι εἶναι παράδεισος. Λοιπόν θά σκαρφαλώσης νά πᾶς ἐκεῖ καί θά μείνης μέχρι νά σέ φωνάξω. Ἐντάξει;
- Νά ᾿ναι εὐλογημένο, Γέροντα.
«Βάζω,
λέει ὁ Χαράλαμπος, μετάνοιαν καί ἀμέσως
σκαρφαλώνω στά βράχια. Πλησιάζω στήν
σπηλιά· ἀλλά τί νά δῆς! Ἕνας ἄγριος
τόπος, πού μόνο φίδια μποροῦσαν ἐκεῖ
νά κατοικήσουν καί ἡ σπηλιά τόσο στενή,
σάν ἄνθρωπος δειλίασα, φοβήθηκα καί
συγχρόνως μονολογοῦσα: “ Ἔ, Γέροντα,
ποῦ μ᾿ ἔστειλες ἐδῶ; Αὐτός εἶναι ὁ
παράδεισος; Βρέ ἐδῶ κόλασις εἶναι·
ὄχι παράδεισος . Γιά νά δοῦμε πῶς θά
τήν βγάλουμε ὥσπου νά τελειώση ὁ
κανόνας, νά μέ φωνάξη ὁ Γέροντας νά
κατέβω. Ὅμως ἀφοῦ τό ᾿πε ὁ Γέροντας,
κάτω δέν τό βάζω· ἔστω καί νά πεθάνω,
ἄν δέν μέ φωνάξη ὁ Γέροντας πίσω δέν
γυρνάω. Ἄς πεθάνω στήν ὑπακοήν παρά νά
λιποτακτήσω”.