Αλλά
καί οι αμαρτωλοί πού ειλικρινά μετανοούν, αξιώνονται του θείου ελέους, όπως
φαίνεται από την επόμενη διήγηση.
Στα
χρόνια του αυτοκράτορα Μαυρίκιου (582-602), ήταν στη Θράκη ένας αρχιληστής
άγριος και σκληρός, πού οι αρχές δεν μπορούσαν να τον συλλάβουν. Ο αυτοκράτορας,
ακούγοντας γι` αυτόν, του έστειλε τόν επιστήθιο σταυρό του καί του μήνυσε να μη
φοβάται. Του συγχωρούσε όλα τά κακουργήματα πού είχε διαπράξει, φτάνει να
διορθωνόταν. Ο ληστής κατανύχθηκε. Πήγε στον βασιλιά κι έπεσε στα πόδια του
μετανοημένος. Καί ο Μαυρίκιος, όπως είχε υποσχεθεί, τον συγχώρησε.
'Ύστερ’
από λίγες μέρες ο ληστής αρρώστησε. Επειδή η κατάστασή του όλο καί χειροτέρευε,
τον έβαλαν στο νοσοκομείο του Αγίου Σαμψών. Τή νύχτα, στον ύπνο του, είδε τό φοβερό
κριτήριο του Κυρίου. Ξυπνώντας, κατάλαβε ότι πλησίαζε το τέλος του καί άρχισε να
προσεύχεται μέ δάκρυα:
—
Φιλάνθρωπε Κύριε, Εσύ που έσωσες τον όμοιό μου ληστή, στείλε καί σ’ έμενα τό
έλεός Σου. Σου προσφέρω το επιθανάτιο κλάμα μου. Όπως δέχτηκες εκείνους πού
ήρθαν την «ενδεκάτη ώρα», μολονότι τίποτα το σπουδαίο δεν έπραξαν, δέξου καί
τά δικά μου λιγοστά δάκρυα. Βάπτισέ με σ’ αυτά καί καθάρισέ με από τίς αμαρτίες
μου.