Και έτσι
αποφασίσθηκε να γραφεί και να υπογραφεί ο όρος και να λάβει τέλος η επιθυμητή
ένωση. Ο δε Αγ. Μάρκος, λέγει ο Συρόπουλος, καθόταν σιωπηλός και πονούσε για τα γενόμενα.
Έτσι εχόντων
των πραγμάτων, έμαθε ότι πρόκειται να συνταχθεί ο όρος της ενώσεως και ότι επρόκειτο
να τον καλέσουν για να υπογράψει. Παρεκάλεσε τον πανευτυχέστατο Δεσπότη τον Δημήτριο, το αδελφό του βασιλέως και
αφού τον χρησιμοποίησε ως μεσίτη στον βασιλιά, ανέφερε μέσω αυτού:
Η αγία του βασιλεία γνωρίζει καλά, ότι δεν
ήθελα να γίνω αρχιερέας, ούτε να έλθω με τη Σύνοδο εδώ, επειδή εξ αρχής
επιθύμησα να διάγω, κατά το δυνατό, το μοναχικό και ησύχιο βίο, η δε αγία σου
βασιλεία με ανάγκασε να πράξω και τα δύο. Και χωρίς να θέλω, έκανα την
οφειλόμενη υπακοή. Γι’ αυτό κι εγώ τώρα σε ανταμοιβή των πολλών μου αγώνων και
κόπων ζητώ δύο πράγματα.