Σ’
ένα γυναικείο μοναστήρι μόναζε μαζί μέ την ηγουμένη καί η ανιψιά της, πού ήταν
πανέμορφη σωματικά καί άμεμπτη ψυχικά. Όλες οι αδελφές τη θαύμαζαν καί παραδειγματίζονταν
από την αγγελική αγνότητά της αλλά καί τη σπάνια μετριοφροσύνη της. Όταν
κοιμήθηκε, την κήδεψαν μέ μεγαλοπρέπεια, βέβαιες πώς η καθαρή ψυχή της είχε ανέβει
στον παράδεισο. Η ηγουμένη, λυπημένη γιά τη στέρηση της ενάρετης ανιψιάς της, αγρυπνούσε
μέ νηστεία καί προσευχή, παρακαλώντας τον Κύριο να της αποκαλύψει την ουράνια
δόξα της κεκοιμημένης ανάμεσα στις άλλες μακάριες παρθένες. Καί κάποτε,
περασμένα μεσάνυχτα, καθώς προσευχόταν μέσα στήν ησυχία τού κελιού της, άνοιξε
ξαφνικά η γη μπροστά της, κι από τό ρήγμα, πού δημιουργήθηκε, τινάχτηκε καυτή
λάβα. Έντρομη η γερόντισσα, έριξε μια ματιά στήν άβυσσο, πού έχασκε σχεδόν κάτω
από τά πόδια της, καί είδε την ανιψιά της μέσα στις φλόγες τού αδη.
— Θεέ μου! αναφώνησε μέ απελπισία. Εσένα
βλέπω
εκεί;
http://hristospanagia3.blogspot.gr/