Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου
πατρός Γεωργίου ∆. Μεταλληνοῦ
1. Μὲ τὰ ἀπαισιότερα συναισθήματα
ἀντιμετωπίζεται συνήθως ὁ θάνατος. Ὁ πολιτισμός μας, γιὰ τὸν ὁποῖο τόσο
καυχόμαστε, δὲν μᾶς ἔχει ἐξοικειώσει μὲ τὴν μεγαλύτερη καὶ τραγικότερη
πραγματικότητα στὴ ζωή μας, τὸν θάνατο. Οὔτε μᾶς ἔχει συμφιλιώσει μαζί του. Γι᾿
αὐτὸ λείπει στὴ σημερινὴ κοινωνία μία ρεαλιστικὴ φιλοσοφία τοῦ θανάτου. Βέβαια,
σ᾿ αὐτὸ συντρέχουν διάφοροι λόγοι. Ὁ ὀλιγόπιστος φοβᾶται τὸν θάνατο, διότι
βλέπει τὴν ἀνετοιμότητά του νὰ τὸν ὑποδεχθεῖ. Ὁ ἄπιστος ἢ ἄθεος, ποὺ στηρίζει ὅλες
τὶς ἐλπίδες του στὸν κόσμο αὐτό, βλέπει τὸν θάνατο σὰν καταστροφή. Γι᾿ αὐτὸ ἀποφεύγει
νὰ μιλεῖ γιὰ τὸν θάνατο ἢ χλευάζει τὸν θάνατο, ἀλλὰ στὸ βάθος τὸν φοβᾶται. Ὅπως
τὸν φοβοῦνται οἱ οἰκονομικὰ εὔρωστοι, διότι θὰ τοὺς κάμει νὰ χάσουν ὅσα ἔχουν, ἀλλὰ
καὶ οἱ προλετάριοι τοῦ κόσμου μας, μολονότι διατείνονται, ὅτι βλέπουν τὸν
θάνατο σὰν σωτηρία. Διότι γι᾿ αὐτούς, κυρίως, ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Δ. Σολωμού:
«Γλυκειὰ ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος μαυρίλα».