Ο ταξεώτης, δηλαδή στρατιώτης, πού αναστήθηκε, διηγήθηκε ότι στο τελωνείο της
πορνείας τά τελώνια- δαίμονες άρπαξαν την ψυχή του καί από τόν εναέριο χώρο την
κατέβασαν στη γή. Η γη άνοιξε καί η ψυχή κατέβηκε από ένα στενό καί βρομερό
πέρασμα στις υποχθόνιες φυλακές τού άδη, όπου οι ψυχές τών αμαρτωλών είναι
κλεισμένες στο αιώνιο σκοτάδι καί υποφέρουν ανείπωτα από τά αιώνια βάσανα.
Ο ταξεώτης, κάτοικος της Καρχηδόνας, ζούσε
αμαρτωλά. Όταν, σε μιάν επιδημία Λοιμού, είδε πολλούς συμπολίτες του να
πεθαίνουν, ήρθε σε συναίσθηση της αμαρτωλότητάς του καί μετανόησε. Αλλά λίγο αργότερα
έπεσε στο αμάρτημα της μοιχείας με τή γυναίκα ενός γεωργού, σ’ ένα προάστιο της
πόλης, όπου είχε μετοικήσει. Σε λίγες μέρες, πριν προλάβει να μετανοήσει,
πέθανε. Έξι ώρες μετά την ταφή του σ’ ένα κοντινό μοναστήρι, αναστήθηκε, αλλά
μόνο έπειτα από τέσσερις μέρες μπόρεσε να μιλήσει. Τότε μέ δάκρυα διηγήθηκε στον
επίσκοπο της Καρχηδόνας Θαλάσσιο όσα τού είχαν συμβεί μετά τόν θάνατό του.