Η
παρουσία του Αγίου εις την Μονήν καί την γύρω περιοχή
είναι αισθητή. Εν καιρώ του πολέμου του 1940, μία εκ των τότε
μοναζουσών, η
Γερόντισσα Σαλώμη Αδαμάκη, νικηθείσα από την ανθρωπίνην αδυναμίαν
εφοβήθη τον
κίνδυνο των Γερμανών καί απεφάσισε να φύγη. Φεύγουσα, λοιπόν, βλέπει
οφθαλμοφανώς έναν λευκογένη ιερέα μέ εξαστράπτουσαν στολήν λαμπρόν, ο
οποίος την ερώτησε: πού πηγαίνει. Εκείνη απήντησε την αλήθεια, ότι
φεύγει από την Μονή.
Τότε
της λέγει: «Εγώ, δεν φυλάγω τό σπίτι μου»; Καί έγινε άφαντος. Εννόησεν
αμέσως ότι ήτο ο Άγιος καί έντρομος εισήλθεν ξανά εις την Μονήν,
διηγούμενη εις
όλους τό γεγονός.
Ομοίως,
η χήρα Δρακούλη μέ τα 6 ανήλικα παιδιά της εκοιμάτο ένα βράδυ του
καλοκαιριού εις το κτήμα της, πολύ πλησίον της Μονής,
κατά τά δύσκολα μετά κατοχικά χρόνια. Κάποια νύκτα ακούει βήματα βαριά.
Ανεσηκώθη καί βλέπει ένα πανύψηλον Ιερέα, λαμπρόν να περπατή εις τό
μονοπάτι αργά
καί επιβλητικά. Τον παρατηρούσε συγκινημένη μαζί μέ τα ορφανά παιδιά
της, τα οποία διηγούνται τό γεγονός εις ημάς μέχρι σήμερον.
http://hristospanagia3.blogspot.gr/