Ἡ Γέννησις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου
«Ἀποκάλυψαν πρὸς Κύριον τὴν ὁδόν σου καὶ ἔλπισον ἐπ’ αὐτόν, καὶ τῆς ποιήσει».
Φανέρωσε στὸν Κύριο μὲ ἐμπιστοσύνη τὸν δρόμο καὶ τὶς ἐπιδιώξεις καὶ τὶς ἀνάγκες τῆς ζωῆς σου καὶ ἔλπισε σ’ Αὐτὸν καὶ θὰ κάνει ἐκεῖνα ποὺ ζητᾶς καὶ χρειάζεσαι.
Μ’ αὐτὴ τὴν ἐμπιστοσύνη καὶ ἐλπίδα, ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ἱκέτευαν προσευχόμενοι τὸν Θεὸ νὰ τοὺς χαρίσει παιδί, νὰ τὸ ἔχουν γλυκειὰ παρηγοριὰ στὰ γεράματά τους. Καὶ τὴν ἐλπίδα τους, ὁ Θεὸς, τὴν ἔκανε πραγματικότητα. Τοὺς χάρισε τὴν Παρθένο Μαριάμ, ποὺ ἦταν ὁρισμένη νὰ γεννήσει τὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου καὶ νὰ λάμψει σὰν ἡ πιὸ εὐλογημένη μεταξὺ τῶν γυναικών. Ἦταν ἐκείνη, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔμελλε νὰ προέλθει Αὐτὸς ποὺ θὰ συνέτριβε τὴν κεφαλὴ τοῦ νοητοῦ ὄφεως.
Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη δόθηκαν οἱ προτυπώσεις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Μία εἶναι καὶ ἡ βάτος στὸ Σινᾶ, τὴν ὁποία ἐνῷ εἶχαν περιζώσει φλόγες φωτιᾶς, αὐτὴ δὲν καιγόταν. Ἦταν ἀπεικόνιση τῆς Παρθένου, ποὺ θὰ γεννοῦσε τὸν Σωτῆρα Χριστὸ καὶ συγχρόνως θὰ διατηροῦσε τὴν παρθενία της.