Ο Γέρων Ιάκωβος δεν θεώρησε σκόπιμο να αφήσει απαρατήρητη τη ζημιά που
προκάλεσε κάποιος χωρικός στα χτήματα της Μονής. Γιατί θεωρούσε ότι η
περιουσία της Μονής δεν είναι δική του αλλά του αγίου (στην προκείμενη
περίπτωση του Οσίου Δαβίδ).
Κάποιο απόγευμα, τον επεσκέφθη στην Μονή ένας χωρικός της περιοχής,
μεγάλης ηλικίας, ο οποίος του είπε: «Έμαθες τα νέα Γέροντα; Ποιά νέα
βρε; Δεν έμαθες ότι κόψανε τις ελιές από το κτήμα της Μονής στο γυαλό
και κάνανε καμίνι;
Και ρίξανε πάνω στους κομμένους κορμούς χώμα για να μην φαίνονται. Όχι
δεν έμαθα, αλλά ποιος τις έκοψε; Ξεύρω κι εγώ Γέροντα, ρώτησε στο χωριό
να μάθεις».
Στενοχωρήθηκα πολύ, κύριε Δημήτρη μου, και δεν ήξερα τί να κάνω·
καλόγερος άνθρωπος να τρέχω στις αστυνομίες και τα αγρονομεία, να κάνω
μηνύσεις και δικαστήρια.
Είναι αυτά πράγματα για μένα; Πάνω στην απελπισία μου σκέφθηκα τον Όσιο
Δαβίδ, ιδρυτή και προστάτη της Μονής.