Ο Μάρτυς του Χριστού Γεώργιος, όταν έφτασε πλέον στον τόπο της
καταδίκης, παρακάλεσε τους δήμιους να του αφήσουν λίγο χρόνο. Αυτήν
ακριβώς τη χάρη ζήτησε ο Άγιος από τους εχθρούς της Πίστεώς του.
Εκείνοι ικανοποίησαν το αίτημά του. Τότε ο Μεγαλομάρτυς συγκέντρωσε τον
εαυτό του για προσευχή καί αφού ύψωσε το βλέμμα του προς τον ουρανό,
αναφώνησε μέσα από τα βάθη της καρδιάς του:
Εσύ, στον οποίο εκ γενετής ανήκω καί στον οποίο έχω στηρίξει τις ελπίδες μου,
Εσύ που μου έδωσες θάρρος καί με ετοίμασες γι' αυτόν τον αγώνα,
Εσύ που είσαι η γλυκιά μου ελπίδα, η αψευδής υπόσχεση, ο αναλλοίωτος έρωτας των ιερών ψυχών,