Γεν. 31,3 εἶπε δὲ
Κύριος πρὸς Ἰακώβ· ἀποστρέφου εἰς τὴν γῆν
τοῦ πατρός σου καὶ εἰς τὴν γενεάν σου, καὶ ἔσομαι
μετὰ σοῦ.
Γεν. 31,3 Τοτε είπεν ο Κυριος προς τον Ιακώβ· “να
επιστρέψης εις την γην του πατρός σου, εις την γενεάν σου, και εγώ θα είμαι
μαζή σου υπερασπιστής και βοηθός”.
Γεν. 31,4 ἀποστείλας δὲ
Ἰακὼβ ἐκάλεσε Λείαν καὶ Ῥαχὴλ εἰς τὸ
πεδίον, οὗ ἦν τὰ ποίμνια.
Γεν. 31,4 Εστειλεν ο Ιακώβ άνθρωπον και εκάλεσε την Λείαν
και την Ραχήλ να έλθουν εις την πεδιάδα, όπου αυτός έβοσκε τα πρόβατα.
Γεν. 31,5 καὶ εἶπεν αὐταῖς·
ὁρῶ ἐγὼ τὸ πρόσωπον τοῦ πατρὸς ὑμῶν,
ὅτι οὐκ ἔστι πρὸς ἐμοῦ ὡς ἐχθὲς
καὶ τρίτην ἡμέραν· ὁ δὲ Θεὸς τοῦ
πατρός μου ἦν μετ᾿ ἐμοῦ.
Γεν. 31,5 Είπε δε εις τας γυναίκας του· “εγώ βλέπω το
πρόσωπον του πατρός σας σκυθρωπόν· η διάθεσίς του απέναντί μου δεν είναι πλέον
φιλική, όπως προηγουμένως. Ο Θεός όμως του πατρός μου ήτο και είναι μαζή μου.
Γεν. 31,6 καὶ αὐταὶ
δὲ οἴδατε, ὅτι ἐν πάσῃ τῇ ἰσχύϊ μου
δεδούλευκα τῷ πατρὶ ὑμῶν.
Γεν. 31,6 Και σεις αι ίδιαι γνωρίζετε καλά ότι, με όλην, μου
την δύναμιν, με ευσυνειδησίαν και τιμιότητα, εδούλευσα στον πατέρα σας.
Γεν. 31,7 ὁ δὲ πατὴρ
ὑμῶν παρεκρούσατό με καὶ ἤλλαξε τὸν μισθόν μου τῶν
δέκα ἀμνῶν, καὶ οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ ὁ
Θεὸς κακοποιῆσαί με.
Γεν. 31,7 Ο πατήρ σας όμως με ηπάτησε και τον ευτελή μισθόν
των δέκα προβάτων τον ήλλαξε· αλλά ο Θεός δεν του επέτρεψε να μου κάμη κάτι
κακόν.
Γεν. 31,8 ἐὰν οὕτως
εἴπῃ, τὰ ποικίλα ἔσται σου μισθός, καὶ τέξεται
πάντα τὰ πρόβατα ποικίλα· ἐὰν δὲ εἴπῃ,
τὰ λευκὰ ἔσται σου μισθός, καὶ τέξεται πάντα τὰ
πρόβατα λευκά·
Γεν. 31,8 Ο Θεός ήτο μαζή μου· εάν δε ο Λαβαν έλεγε τα
ποικιλόχρωμα πρόβατα θα είναι ο μισθός σου, όλα τα πρόβατα θα εγεννούσαν
ποικιλόχρωμα. Εάν δε έλεγεν ότι τα λευκά πρόβατα θα είναι ο μισθός σου, όλα τα
πρόβατα θα εγεννούσαν λευκά αρνιά.
Γεν. 31,9 καὶ ἀφείλετο
ὁ Θεὸς πάντα τὰ κτήνη τοῦ πατρὸς ὑμῶν
καὶ ἔδωκέ μοι αὐτά.
Γεν. 31,9 Ο δίκαιος Θεός αφήρεσεν όλα τα ζώα του πατρός σας
και τα έδωσεν εις εμέ·
Γεν. 31,10 καὶ ἐγένετο
ἡνίκα ἐνεκίσσων τὰ πρόβατα ἐν γαστρὶ λαμβάνοντα,
καὶ εἶδον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου ἐν τῷ ὕπνῳ,
καὶ ἰδοὺ οἱ τράγοι καὶ οἱ κριοὶ ἀναβαίνοντες
ἐπὶ τὰ πρόβατα καὶ τὰς αἶγας διάλευκοι καὶ
ποικίλοι καὶ σποδοειδεῖς ῥαντοί.
Γεν. 31,10 και συνέβη, ώστε, όταν τα πρόβατα συζευγνύμενα
έμεναν έγκυα, είδον στον ύπνον μου με τα ίδια μου τα μάτια, ότι οι τράγοι και
οι κριοι αναβαίνοντες επάνω εις τα πρόβατα και τας αίγας ήσαν όλοι λευκοί,
παρδαλοί, άτακτοι, διάστικτοι.
Γεν. 31,11 καὶ εἶπέ
μοι ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ καθ᾿ ὕπνον· Ἰακώβ·
ἐγὼ δὲ εἶπα· τί ἐστι;
Γεν. 31,11 Και μου είπεν ο άγγελος του Θεού στον ύπνον μου·
“Ιακώβ” ! Εγώ δε απήντησα· “τι είναι;”
Γεν. 31,12 καὶ εἶπεν·
ἀνάβλεψον τοῖς ὀφθαλμοῖς σου, καὶ ἰδὲ
τοὺς τράγους καὶ τοὺς κριοὺς ἀναβαίνοντας ἐπὶ
τὰ πρόβατα καὶ τὰς αἶγας διαλεύκους καὶ ποικίλους
καὶ σποδοειδεῖς ῥαντούς· ἑώρακα γάρ ὅσα σοι
Λάβαν ποιεῖ·
Γεν. 31,12 “Σηκωσε τα βλέματά σου, μου απήντησιν ο άγγελος.
και κύτταξε ότι οι τράγοι και οι κριοι αναβαίνοντες εις τα πρόβατα και τας
αίγας είναι λευκοί και ποικιλόχρωμοι και στακτοί και διάστικτοι. Αυτό είναι
σημειον ότι θα πολλαπλασιάσω τα ιδικά σου πρόβατα, διότι είδα τας αδικίας, τας
οποίας εν συνεχεία σου έχει κάμει ο Λαβαν.
Γεν. 31,13 ἐγώ εἰμι ὁ
Θεὸς ὁ ὀφθείς σοι ἐν τόπῳ Θεοῦ, οὗ ἤλειψάς
μοι ἐκεῖ στήλην καὶ ηὔξω μοι ἐκεῖ εὐχήν·
νῦν οὖν ἀνάστηθι καὶ ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς
ταύτης καὶ ἄπελθε εἰς τὴν γῆν τῆς γενέσεώς
σου, καὶ ἔσομαι μετὰ σοῦ.
Γεν. 31,13 Εγώ είμαι ο Θεός, ο οποίος εφανερώθην εις σε στον
ιερόν εκείνον τόπον, τον οποίον ωνόμασες συ “Οίκον Θεού”, εις την Βαιθήλ, όπου
συ μου έστησες στήλην, την οποίαν έχρισες με έλαιον και μου έκαμες ένα τάμα.
Σηκω, λοιπόν, τώρα και φύγε από την γην αυτήν και πήγαινε στον τόπον, όπου
εγεννήθης, και εγώ θα είμαι μαζή σου”.
Γεν. 31,14 καὶ ἀποκριθεῖσαι
Ῥαχὴλ καὶ Λεία εἶπαν αὐτῷ· μή ἐστιν
ἡμῖν ἔτι μερὶς ἢ κληρονομία ἐν τῷ οἴκῳ
τοῦ πατρὸς ἡμῶν;
Γεν. 31,14 Η Ραχήλ και η Λεία απεκρίθησαν εις αυτόν· “μήπως
και έχομεν τάχα ημείς μερίδιον η κληρονομίαν εις τα υπάρχοντα του πατρός μας;
Γεν. 31,15 οὐχ ὡς αἱ
ἀλλότριαι λελογίσμεθα αὐτῷ; πέπρακε γὰρ ἡμᾶς
καὶ καταβρώσει κατέφαγε τὸ ἀργύριον ἡμῶν.
Γεν. 31,15 Δεν μας εθεώρησεν ως ξένας πλέον απέναντί του;
Διότι μας επώλησε και κατέφαγεν αδίκως και παρανόμως το αργύριόν μας.
Γεν. 31,16 πάντα τὸν πλοῦτον
καὶ τὴν δόξαν, ἣν ἀφείλετο ὁ Θεὸς τοῦ
πατρὸς ἡμῶν, ἡμῖν ἔσται καὶ τοῖς
τέκνοις ἡμῶν. νῦν οὖν ὅσα σοι εἴρηκεν ὁ
Θεός, ποίει.
Γεν. 31,16 Ολος ο πλούτος και η δόξα, που αφήρεσεν ο Θεός από
τον πατέρα μας, ανήκει πλέον κατά λόγον δικαιοσύνης εις ημάς και εις τα παιδιά
μας. Πράξε λοιπόν τώρα, όπως σου είπεν ο Θεός”.
Παρ. 21,3 ποιεῖν δίκαια καὶ
ἀληθεύειν ἀρεστὰ παρὰ Θεῷ μᾶλλον ἢ
θυσιῶν αἷμα.
Παρ. 21,3 Το να πράττη κανείς δίκαια έργα και το να λέγη
πάντοτε την αλήθειαν, είναι αυτά περισσότερον ευάρεστα και ευπρόσδεκτα στον
Θεόν από τα αίματα θυσιών ζώων.
Παρ. 21,4 μεγαλόφρων ἐν ὕβρει
θρασυκάρδιος, λαμπτὴρ δὲ ἀσεβῶν ἁμαρτία.
Παρ. 21,4 Εκείνος που έχει μεγάλην ιδέαν δια τον εαυτόν του,
είναι αλαζονικός, θρασύς και σκληρός εις την καρδίαν. Οι ασεβείς θεωρούν ως φως
και χαράν της ζωής των την αμαρτίαν.
Παρ. 21,6 ὁ ἐνεργῶν
θησαυρίσματα γλώσσῃ ψευδεῖ μάταια διώκει καὶ ἔρχεται ἐπὶ
παγίδας θανάτου.
Παρ. 21,6 Εκείνος που με ψευδολογίας και απάτας συνάγει
θησαυρούς, κοπιάζει ματαίως. Βαδίζει, χωρίς να αντιλαμβάνεται, εις θανασίμους
δι' αυτόν παγίδας.
Παρ. 21,7 ὄλεθρος ἀσεβέσιν
ἐπιξενωθήσεται, οὐ γὰρ βούλονται πράσσειν τὰ δίκαια.
Παρ. 21,7 Ωσάν ανεπιθύμητος κακότροπος ξένος θα εγκατασταθή
και θα φιλοξενήται εις τα σπίτια των ασεβών ο όλεθρος, διότι αυτοί δεν θέλουν
να πράττουν το ορθόν και το αγαθόν.
Παρ. 21,8 πρὸς τοὺς
σκολιοὺς σκολιὰς ὁδοὺς ἀποστέλλει ὁ Θεός, ἁγνὰ
γὰρ καὶ ὀρθὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ.
Παρ. 21,8 Δια τους διεστραμμένους ανθρώπους επιτρέπει ο Θεός
να περιπλέκωνται εις διεστραμμένας και καταστρεπτικάς δι' αυτούς οδούς, διότι
τα έργα του Κυρίου είναι αγνά και δίκαια και στοιαύτα μόνον ευαρεστείται.
Παρ. 21,9 κρεῖσσον οἰκεῖν
ἐπὶ γωνίας ὑπαίθρου ἢ ἐν κεκονιαμένοις μετὰ
ἀδικίας καὶ ἐν οἴκῳ κοινῷ.
Παρ. 21,9 Προτιμότερον είναι να κατοική κανείς μόνος του σε
κάποια γωνιά έξω στο ύπαιθρον, παρά να κατοική με άλλους εις
φρεσκοασβεστωμένους και περιποιημένους οίκους, οι οποίοι έχουν κτισθή με
αδικίας.
Παρ. 21,10 ψυχὴ ἀσεβοῦς
οὐκ ἐλεηθήσεται ὑπ᾿ οὐδενὸς τῶν ἀνθρώπων.
Παρ. 21,10 Ανθρωπος ασεβής απέναντι του Θεού και άδικος προς
τους άλλους ανθρώπους δεν θα εύρη συμπάθειαν και έλεος από κανένα.
Παρ. 21,11 ζημιουμένου ἀκολάστου
πανουργότερος γίνεται ὁ ἄκακος, συνίων δὲ σοφὸς δέξεται
γνῶσιν.
Παρ. 21,11 Οταν τιμωρήται ο ανήθικος και διεφθαρμένος άνθρωπος,
ο αγαθός γίνεται περισσότερον προσεκτικός. Ο δε σοφός, ο οποίος κατανοεί ορθώς
πρόσωπα και πράγματα, θα αποκτήση μεγαλυτέραν γνώσιν από τα παθήματα του
διεφθαρμένου.
Παρ. 21,12 συνίει δίκαιος καρδίας ἀσεβῶν
καὶ φαυλίζει ἀσεβεῖς ἐν κακοῖς.
Παρ. 21,12 Ο δίκαιος αντιλαμβάνεται σαφώς εκείνα, που υπάρχουν
εις τας καρδίας των ασεβών. Δεν τους μακαρίζει, αλλά τους ελεεινολογεί, διότι
ευρίσκονται εις την αθλίαν αυτήν κατάστασιν.
Παρ. 21,13 ὃς φράσσει τὰ
ὧτα αὐτοῦ τοῦ μὴ ἐπακοῦσαι ἀσθενοῦς,
καὶ αὐτὸς ἐπικαλέσεται, καὶ οὐκ ἔσται
ὁ εἰσακούων.
Παρ. 21,13 Εκείνος που κλείει τα αυτιά του, δια να μη ακούση την
παράκλησιν ενός πτωχού, ενός αδυνάτου και ασθενούς, θα ευρεθή και αυτός εις την
ανάγκην να επικαλεσθή και ζητήση δοήθειαν των άλλων και δεν θα υπάρξη κανείς να
τον ακούση.
Παρ. 21,14 δόσις λάθριος ἀνατρέπει
ὀργάς, δώρων δὲ ὁ φειδόμενος θυμὸν ἐγείρει ἰσχυρόν.
Παρ. 21,14 Ενα φιλοδώρημα, που προσφέρεται με διάκρισιν, κρυφίως
και χωρίς θόρυβον, προλαμβάνει, πολλές φορές την οργήν του άλλου. Οποιος δε
λυπηθή να προσφέρη ένα τέτοιο φιλοδώρημα, υπεγείρει μεγάλον θυμόν.
Παρ. 21,15 εὐφροσύνη δικαίων
ποιεῖν κρίμα, ὅσιος δὲ ἀκάθαρτος παρὰ κακούργοις.
Παρ. 21,15 Ευχαρίστησις και χαρά των δικαίων είναι να αποδίδουν
και να εφαρμόζουν το δίκαιον. Αυτός όμως ο ενάρετος θεωρείται ακάθαρτος εκ
μέρους των κακοποιών.
Παρ. 21,16 ἀνὴρ
πλανώμενος ἐξ ὁδοῦ δικαιοσύνης ἐν συναγωγῇ
γιγάντων ἀναπαύσεται.
Παρ. 21,16 Ανθρωπος, ο οποίος παρεπλανήθη και απεμακρύνθη από
την οδόν της δικαιοσύνης, εβάδισε δε και βαδίζει τους δρόμους της κακίας, είναι
σαν να θέλη να εύρη ανάπαυσιν και χαράν εις συγκέντρωσιν κακούργων γιγάντων.
Παρ. 21,17 ἀνὴρ ἐνδεὴς
ἀγαπᾷ εὐφροσύνην, φιλῶν οἶνον καὶ ἔλαιον
εἰς πλοῦτον·
Παρ. 21,17 Εκείνος, που αγαπά την καλοπέρασιν και τα πλούσια
τραπέζια, θα μείνη φτωχός. Οπως επίσης εκείνος, που αγαπά τον οίνον και τα
λιπαρά φαγητά, δεν θα πλουτήση.
Παρ. 21,18 περικάθαρμα δὲ
δικαίου ἄνομος.
Παρ. 21,18 Δια τον δίκαιον ακάθαρτος πρέπει να θεωρήται ο ασεβής
και η πορεία της ζωής του.
Παρ. 21,19 κρεῖσσον οἰκεῖν
ἐν γῇ ἐρήμῳ ἢ μετὰ γυναικὸς μαχίμου
καὶ γλωσσώδους καὶ ὀργίλου.
Παρ. 21,19 Είναι καλύτερον και προτιμότερον να κατοική κανείς
μόνος του εις την έρημον, παρά μαζή με γυναίκα φιλόνεικον, γλωσσού και θυμώδη.
Παρ. 21,20 θησαυρὸς ἐπιθυμητὸς
ἀναπαύσεται ἐπὶ στόματος σοφοῦ, ἄφρονες δὲ ἄνδρες
καταπίονται αὐτόν.
Παρ. 21, 20 Αξιοθαύμαστοι και αξιαγάπητοι είναι οι θησαυροί της
σοφίας και της αρετής, που αναπαύονται στο στόμα του σοφού. Οι άφρονες όμως
καταφρονούν και καταπνίγουν μέσα των και καταφρονούν κάθε τέτοιον θησαυρόν.
Παρ. 21,21 ὁδὸς
δικαιοσύνης καὶ ἐλεημοσύνης εὑρήσει ζωὴν καὶ
δόξαν.
Παρ. 21,21 Ο δρόμος της δικαιοσύνης και της ελεημοσύνης οδηγεί
τον άνθρωπον εις μακράν και ένδοξον ζωήν.
Ησ. μθ΄6- 10
Ησ. 49,6 καὶ εἶπέ
μοι· μέγα σοί ἐστι τοῦ κληθῆναί σε παῖδά μου τοῦ
στῆσαι τὰς φυλὰς Ἰακὼβ καὶ τὴν
διασπορὰν τοῦ Ἰσραὴλ ἐπιστρέψαι· ἰδοὺ
δέδωκά σε εἰς διαθήκην γένους, εἰς φῶς ἐθνῶν τοῦ
εἶναί σε εἰς σωτηρίαν ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς.
-
Ησ. 49,6 Ο Κυριος μου είπεν ακόμη· Είναι μεγάλη δια σε
τιμή, να ονομασθής δούλος και υπηρέτης μου. Να αποκαταστήσης ελευθέρας τας
φυλάς του Ιακώβ και να επαναφέρης τους ανά τα διάφορα έθνη διεσκορπισμένους
Ισραηλίτας. Ιδού, εγώ σε έχω δώσει εις εκπλήρωσιν της διαθήκης μου προς το
γένος το Ισραηλιτικόν. Ως φως δι' όλα τα έθνη. Να είσαι συ ο σωτήρ εις όλους
τους λαούς, μέχρι και των περάτων της γης.
Ησ. 49,7 Οὕτως λέγει
Κύριος ὁ ῥυσάμενός σε, ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· ἁγιάσατε
τὸν φαυλίζοντα τὴν ψυχὴν αὐτοῦ, τὸν
βδελυσσόμενον ὑπὸ τῶν ἐθνῶν τῶν δούλων τῶν
ἀρχόντων· βασιλεῖς ὄψονται αὐτὸν καὶ ἀναστήσονται,
ἄρχοντες καὶ προσκυνήσουσιν αὐτῷ ἕνεκεν
Κυρίου· ὅτι πιστός ἐστιν ὁ ἅγιος Ἰσραήλ, καὶ
ἐξελεξάμην σε.
Ησ. 49,7 Αυτά λέγει ο Κυριος, ο λυτρωτής και ελευθερωτής
σου, ο Θεός του Ισραηλιτικού λαού· Ως άγιον τιμήσατε και δοξάσατε αυτόν, ο
οποίος καταφρονεί και παραδίδει εις θάνατον την ζωήν του. Αυτόν, τον οποίον
βδελύσσονται τα αμαρτωλά έθνη, οι δούλοι των αρχόντων. Βασιλείς όμως θα τον
ίδουν και θα εγερθούν μετά σεβασμού ενώπιόν του και άρχοντες, οι οποίοι και θα
τον προσκυνήσουν ένεκεν Κυρίου του Θεού, διότι ο άγιος Θεός του Ισραηλιτικού
λαού, είναι κατά πάντα αληθής και αξιόπιστος εις τας υποσχέσστου. Και εγώ ο
Κυριος σε εξέλεξα.
Ησ. 49,8 οὕτως λέγει
Κύριος· καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ
σωτηρίας ἐβοήθησά σοι καὶ ἔπλασά σε καὶ ἔδωκά σε
εἰς διαθήκην ἐθνῶν τοῦ καταστῆσαι τὴν γῆν
καὶ κληρονομῆσαι κληρονομίας ἐρήμους,
Ησ. 49,8 Αυτά λέγει ο Κυριος· Εις κατάλληλον και
ευπρόσδεκτον καιρόν εγώ ήκουσα την προσευχήν σου, εις ημέραν σωτηρίας σε
εβοήθησα. Εγώ σε έπλασα. Εδωκα σε ως νέαν διαθήκην μετά των εθνών, δια να
αποκαταστήσης τους ανθρώπους της γης, και να απόκτησης ως ίδικήν σου μόνιμον
ιδιοκτησίαν τους έως τώρα ερήμους από χάριν Θεού λαούς.
Ησ. 49,9 λέγοντα τοῖς ἐν
δεσμοῖς· ἐξέλθετε, καὶ τοῖς ἐν τῷ
σκότει· ἀνακαλυφθῆναι. ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς
βοσκηθήσονται, καὶ ἐν πάσαις ταῖς τρίβοις ἡ νομὴ
αὐτῶν·
Ησ. 49,9 Συ, ο δούλος μου, θα είπης στους δεσμίους·
Εξέλθετε ελεύθεροι από τα δεσμά σας· και εις αυτούς, που ευρίσκονται στο σκότος
της αγνοίας και της πλάνης να φανερωθούν, να έλθουν στο φως της αληθείας. Οσοι
θα σε υπακούσουν και θα έλθουν κοντά σου, θα γίνουν ιδικόν σου ποίμνιον. Εις
όλας τας πορείας της ζωής των θα ευρίσκουν πλουσίαν τροφήν. Εις όλας τας οδούς,
που θα πορεύωνται, θα υπάρχη πάντοτε η διατροφή των.
Ησ. 49,10 οὐ πεινάσουσιν οὐδὲ
διψήσουσιν, οὐδὲ πατάξει αὐτοὺς καύσων, οὐδὲ
ὁ ἥλιος, ἀλλ᾿ ὁ ἐλεῶν αὐτοὺς
παρακαλέσει καὶ διὰ πηγῶν ὑδάτων ἄξει αὐτούς·
Ησ. 49,10 Δεν θα πεινάσουν πλέον, ούτε και θα διψήσουν. Δεν
θα τους κτυπήση πλέον ούτε το καύμα, ούτε ο ήλιος, αλλά ο γεμάτος έλεος και
ευσπλαγχνίαν προς αυτούς Θεός θα τους παρηγόρηση και θα τους οδηγή δια μέσου
πηγών αφθόνων υδάτων.