Στοὺς
Ἑβραίους ἐδόθη ἡ ἀπαγόρευση τῆς
ἐργασίας κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου.
Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Θεὸς θέλησε νὰ
περιορίσει τὴν ἀναισθησία καὶ τὴ
φιλοσαρκία τοῦ λαοῦ αὐτοῦ καὶ τὴ
ροπή του πρὸς τὴν ὕλη. Ἡ φύλαξη λοιπὸν
τοῦ Σαββάτου ἀναφερόταν στοὺς ἀδύνατους
πνευματικὰ Ἰσραηλίτες. Κίνητρο γιὰ
τὴν τήρηση αὐτῆς τῆς ἐντολῆς ἦταν
ὁ φόβος τῆς τιμωρίας.
Ὅμως
ἡ σχέση αὐτὴ τοῦ φόβου καταργήθηκε
μὲ τὴν υἱοθεσία «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ».
Ὁ χριστιανὸς δὲν εἶναι πλέον δοῦλος,
ἀλλὰ υἱὸς (Ἰω. α’ 12. Ρωμ. η’ 15-17. Γαλ.
δ’ 4-7). Δὲν βρίσκεται πλέον κάτω ἀπὸ
τὸν νόμο, ἀλλὰ κάτω ἀπὸ τὴ χάρη (Ρωμ.
στ’ 14). Μὲ βάση τὴ νέα σχέση τῆς
υἱοθεσίας καλεῖται νὰ στρέψει ὅλη
τὴν ἐπιθυμία του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ
νὰ ἐκτελεῖ διαρκῶς τὸ θέλημά Του ὄχι
πλέον ἀπὸ φόβο, ἀλλὰ ἀπὸ ἀγάπη. Ὄχι
μία ἡμέρα τὴν ἑβδομάδα, ἀλλὰ σὲ ὅλη
του τὴ ζωή.