Γεν. 2,20 καὶ ἐκάλεσεν
Ἀδὰμ ὀνόματα πᾶσι τοῖς κτήνεσι καὶ πᾶσι
τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ πᾶσι
τοῖς θηρίοις τοῦ ἀγροῦ· τῷ δὲ Ἀδὰμ
οὐχ εὑρέθη βοηθὸς ὅμοιος αὐτῷ.
Γεν. 2,20 Και ο Αδάμ με την σοφίαν, την κρίσιν και την γνώσιν
που είχεν, έδωσεν ονόματα εις όλα τα κτήνη και εις όλα τα πτηνά του ουρανού και
εις όλα τα θηρία της υπαίθρου. Κανένα όμως από τα ζώα αυτά δεν ευρέθη βοηθός
όμοιος με τον Αδάμ, άξιος και ευχάριστος εις αυτόν.
Γεν. 2,21 καὶ ἐπέβαλεν
ὁ Θεὸς ἔκστασιν ἐπὶ τὸν Ἀδάμ, καὶ
ὕπνωσε· καὶ ἔλαβε μίαν τῶν πλευρῶν αὐτοῦ
καὶ ἀνεπλήρωσε σάρκα ἀντ᾿ αὐτῆς.
Γεν. 2,21 Τοτε ο Θεός, δια να αναπληρώση την έλλειψιν αυτήν,
έφερεν έκστασιν στον Αδάμ, ο οποίος και εκοιμήθη βαθύτατα. Ελαβε τότε μίαν από
τας πλευράς του Αδάμ και συνεπλήρωσε δια σαρκός το κενόν της αναιρεθείσης αυτής
πλευράς.
Γεν. 2,22 καὶ ᾠκοδόμησεν
ὁ Θεὸς τὴν πλευράν, ἣν ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ
Ἀδάμ, εἰς γυναῖκα καὶ ἤγαγεν αὐτὴν πρὸς
τὸν Ἀδάμ.
Γεν. 2,22 Και κατεσκεύασε και εμορφοποίησε την πλευράν, την
οποίαν έλαβεν από τον Αδάμ, εις γυναίκα, την οποίαν και έφερε προς αυτόν.
Γεν. 2,23 καὶ εἶπεν Ἀδάμ·
τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ
σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου· αὕτη κληθήσεται γυνή, ὅτι
ἐκ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἐλήφθη αὕτη·
Γεν. 2,23 Οταν δε ο Αδάμ εξύπνησε και είδε την γυναίκα
είπεν· “αυτό είναι πλέον οστούν από τα οστά μου και σαρξ από την σάρκα μου.
Αυτή θα ονομασθή γυνή (ανδρίς), διότι έγινεν από τον άνδρα αυτής.
Γεν. 2,24 ἕνεκεν τούτου
καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν
μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ,
καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν.
Γεν. 2,24 Ενεκα του στενού τούτου συνδέσμου του ανδρός προς
την γυναίκα, στο μέλλον κάθε ανήρ θα αφήνη τον πατέρα και την μητέρα του και θα
συνδέεται στενότατα με την γυναίκα του, ώστε οι δύο να γίνουν πλέον μία σαρξ
δια της συζυγίας”.
Γεν. 2,25 καὶ ἦσαν οἱ
δύο γυμνοί, ὅ τε Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ,
καὶ οὐκ ᾐσχύνοντο.
Γεν. 2,25 Ησαν δε και οι δύο γυμνοί, ο Αδάμ και η γυναίκα
αυτού, και δεν εντρέποντο ο ένας τον άλλον, διότι ήσαν αγνοί και αθώοι.
Γεν. 3,1 Ὁ δὲ ὄφις
ἦν φρονιμώτατος πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς
γῆς, ὧν ἐποίησε Κύριος ὁ Θεός. καὶ εἶπεν ὁ
ὄφις τῇ γυναικί· τί ὅτι εἶπεν ὁ Θεός, οὐ
μὴ φάγητε ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ παραδείσου;
Γεν. 3,1 Ο όφις ήτο το ευφυέστερον και επινοητικώτερον
από όλα τα ζώα, τα οποία είχε δημιουργήσει Κυριος ο Θεός επί της γης. Ο όφις (ο
διάβολος υπό μορφήν όφεως) ηρώτησε την Ευαν και της είπε· “διατί ο Θεός
απηγόρευσε να φάγετε από τους καρπούς όλων των δένδρων, που υπάρχουν στον
παράδεισον;”
Γεν. 3,2 καὶ εἶπεν
ἡ γυνὴ τῷ ὄφει· ἀπὸ καρποῦ τοῦ
ξύλου τοῦ παραδείσου φαγούμεθα,
Γεν. 3,2 Η Ευα απήντησεν στον όφιν· “από τους καρπούς
κάθε δένδρου του παραδείσου ημπορούμεν να φάγωμεν.
Γεν. 3,3 ἀπὸ δὲ
τοῦ καρποῦ τοῦ ξύλου, ὅ ἐστιν ἐν μέσῳ
τοῦ παραδείσου, εἶπεν ὁ Θεός, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿
αὐτοῦ, οὐ δὲ μὴ ἅψησθε αὐτοῦ, ἵνα
μὴ ἀποθάνητε.
Γεν. 3,3 Από τον καρπόν όμως του δένδρου, που υπάρχει εν
τω μέσω του παραδείσου, έδωσεν εντολήν ο Θεός λέγων· δεν θα φάγετε από τον
καρπόν αυτού ούτε και θα εγγίσετε αυτό, δια να μη αποθάνετε”.
Γεν. 3,4 καὶ εἶπεν
ὁ ὄφις τῇ γυναικί· οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε·
Γεν. 3,4 Είπε δε τότε ο όφις προς την γυναίκα· “δεν θα
αποθάνετε· κάθε άλλο.
Γεν. 3,5 ᾔδει γὰρ ὁ
Θεός, ὅτι ᾗ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ,
διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔσεσθε
ὡς θεοί, γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν.
Γεν. 3,5 Σας απηγόρευσεν ο Θεός να φάγετε από το δένδρον
αυτό, διότι εγνώριζεν ότι κατά την ημέραν, κατά την οποίαν θα φάγετε, θα
ανοιχθούν τα μάτια σας και θα είσθε και σεις σαν θεοί, όμοιοι με αυτόν,
γνωρίζοντες καλόν και πονηρόν”.
Γεν. 3,6 καὶ εἶδεν
ἡ γυνή, ὅτι καλὸν τὸ ξύλον εἰς βρῶσιν καὶ
ὅτι ἀρεστὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν
καὶ ὡραῖόν ἐστι τοῦ κατανοῆσαι, καὶ
λαβοῦσα ἀπὸ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ ἔφαγε·
καὶ ἔδωκε καὶ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς
μετ᾿ αὐτῆς, καὶ ἔφαγον.
Γεν. 3,6 Τοτε η Εύα παρετήρησε προσεκτικότερα το
απηγορευμένον δένδρον, είδε τον καρπόν του ωραίον εις την όψιν και εσκέφθη ότι
ευχάριστον θα ήτο να δοκιμάση αυτόν. Και λοιπόν έλαβεν από τον καρπόν του
δένδρου αυτού, έφαγεν αυτή, και έδωσε και στον άνδρα της, και έτσι έφαγον και
οι δύο.
Γεν. 3,7 καὶ
διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν δύο, καὶ ἔγνωσαν
ὅτι γυμνοὶ ἦσαν, καὶ ἔῤῥαψαν φύλλα
συκῆς καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα.
Γεν. 3,7 Και ήνοιξαν τα μάτια των δύο πρωτοπλάστων,
εκατάλαβαν ότι ήσαν γυμνοί σωματικώς και ψυχικώς, εντράπηκαν την γυμνότητά των
και έκοψαν φύλλα συκής, τα έρραψαν προχείρως και με αυτά σαν ποδιές εκάλυψαν
την γυμνότητά των.
Γεν. 3,8 Καὶ ἤκουσαν
τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ περιπατοῦντος ἐν
τῷ παραδείσῳ τὸ δειλινόν, καὶ ἐκρύβησαν ὅ
τε Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἀπὸ
προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἐν μέσῳ τοῦ ξύλου τοῦ
παραδείσου.
Γεν. 3,8 Οταν δε κατά το δειλινόν ήκουσαν την φωνήν του
Θεού, ο οποίος περιπατούσεν στον παράδεισον, εκρύβησαν ο Αδάμ και η γυνή αυτού
από φόβον και εντροπήν ανάμεσα εις τα δένδρα του παραδείσου, δια να μη
αντικρύσουν το πρόσωπον του Θεού.
Γεν. 3,9 καὶ ἐκάλεσε
Κύριος ὁ Θεὸς τὸν Ἀδὰμ καὶ εἶπεν αὐτῷ·
Ἀδάμ, ποῦ εἶ;
Γεν. 3,9 Ο Θεός προσεκάλεσε τον Αδάμ και του είπε· “'
Αδάμ, που είσαι;”
Γεν. 3,10 καὶ εἶπεν
αὐτῷ· τῆς φωνῆς σου ἤκουσα περιπατοῦντος
ἐν τῷ παραδείσῳ καὶ ἐφοβήθην, ὅτι γυμνός εἰμι,
καὶ ἐκρύβην.
Γεν. 3,10 Ο δε Αδάμ απήντησεν στον Θεόν· “ήκουσα την φωνήν
σου, καθώς περιπατούσες στον παράδεισον, και εφοβήθην να παρουσιασθώ εμπρός σου
επειδή είμαι γυμνός δι' αυτό και έσπευσα να κρυφθώ”.
Γεν. 3,11 καὶ εἶπεν
αὐτῷ ὁ Θεός· τίς ἀνήγγειλέ σοι ὅτι γυμνὸς
εἶ, εἰ μὴ ἀπὸ τοῦ ξύλου, οὗ ἐνετειλάμην
σοι τούτου μόνου μὴ φαγεῖν, ἀπ᾿ αὐτοῦ ἔφαγες;
Γεν. 3,11 Ηρώτησε δε ο Θεός αυτόν· “ποίος σου ανήγγειλεν
ότι είσαι γυμνός; Μηπως και έφαγες από το δένδρον, από το οποίον και μόνον σου
απηγόρευσα να φάγης;”
Γεν. 3,12 καὶ εἶπεν ὁ
Ἀδάμ· ἡ γυνή, ἣν ἔδωκας μετ᾿ ἐμοῦ,
αὕτη μοι ἔδωκεν ἀπὸ τοῦ ξύλου, καὶ ἔφαγον.
Γεν. 3,12 Ο Αδάμ έσπευσε να δικαιολογηθή και είπε· “αυτή η
γυναίκα, την οποίαν συ μου έδωκες ως σύντροφον και βοηθόν μου, αυτή μου έδωσε
από τον καρπόν του απηγορευμένου δένδρου και έφαγον”.
Γεν. 3,13 καὶ εἶπε
Κύριος ὁ Θεὸς τῇ γυναικί· τί τοῦτο ἐποίησας;
καὶ εἶπεν ἡ γυνή· ὁ ὄφις ἠπάτησέ με,
καὶ ἔφαγον.
Γεν. 3,13 Είπε δε τότε Κυριος ο Θεός προς την γυναίκα, την
Εύαν· “διατί έκαμες αυτό;” Η Εύα απήντησεν· “ο όφις με εξηπάτησε και έφαγον”.
Γεν. 3,14 καὶ εἶπε
Κύριος ὁ Θεὸς τῷ ὄφει· ὅτι ἐποίησας τοῦτο,
ἐπικατάρατος σὺ ἀπὸ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ
ἀπὸ πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς·
ἐπὶ τῷ στήθει σου καὶ τῇ κοιλίᾳ πορεύσῃ
καὶ γῆν φαγῇ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς
σου.
Γεν. 3,14 Είπε δε τότε Κυριος ο Θεός στον όφιν· “επειδή
διέπραξες αυτήν την δολιότητα, θα είσαι κατηραμένος συ ανάμεσα από όλα τα κτήνη
και όλα τα θηρία, που υπάρχουν εις την γην. Θα σύρεσαι στο χώμα με το στήθος
και την κοιλίαν και χώμα θα τρώγης όλας τας ημέρας της ζωής σου.
Γεν. 3,15 καὶ ἔχθραν
θήσω ἀνὰ μέσον σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τῆς
γυναικὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου καὶ
ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς· αὐτός
σου τηρήσει κεφαλήν, καὶ σὺ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν.
Γεν. 3,15 Θα θέσω δε άσβεστον εχθρότητα μεταξύ σου και της
γυναικός, μεταξύ των απογόνων σου και των απογόνων αυτής. Ενας δε απόγονος της
γυναικός μόνης, αυτός θα σου συντρίψή την κεφαλήν και συ θα κεντήσης αυτού την
πτέρναν”.
Γεν. 3,16 καὶ τῇ
γυναικὶ εἶπε· πληθύνων πληθυνῶ τὰς λύπας σου καὶ
τὸν στεναγμόν σου· ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα, καὶ πρὸς
τὸν ἄνδρα σου ἡ ἀποστροφή σου, καὶ αὐτός
σου κυριεύσει.
Γεν. 3,16 Προς δε την γυναίκα είπε· “θα πολλαπλασιάσω εις
πλήθος πολύ τας λύπας σου, τας θλίψεις και τους στεναγμούς σου. Με πόνους θα
γεννάς τα τέκνα σου, θα εξαρτάσαι δε πάντοτε από τον άνδρα σου και αυτός θα
είναι κύριός σου”.
Γεν. 3,17 τῷ δὲ Ἀδὰμ
εἶπεν· ὅτι ἤκουσας τῆς φωνῆς τῆς
γυναικός σου καὶ ἔφαγες ἀπὸ τοῦ ξύλου, οὗ ἐνετειλάμην
σοι τούτου μόνου μὴ φαγεῖν, ἀπ᾿ αὐτοῦ ἔφαγες,
ἐπικατάρατος ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις σου· ἐν
λύπαις φαγῇ αὐτὴν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς
σου·
Γεν. 3,17 Εις δε τον Αδάμ είπεν· “επειδή ήκουσες την κακήν
συμβουλήν της γυναικός σου και έφαγες από τον καρπόν του δένδρου, εκ του οποίου
και μόνου εγώ σου έδωσα την εντολήν να μη φάγης, θα είναι κατηραιμένη η γη εις
τα έργα σου. Με λύπην και κόπον θα κερδίζης την τροφήν σου από την γην όλας τας
ημέρας της ζωής σου.
Γεν. 3,18 ἀκάνθας καὶ
τριβόλους ἀνατελεῖ σοι, καὶ φαγῇ τὸν χόρτον τοῦ
ἀγροῦ.
Γεν. 3,18 Αγκάθια και τριβόλια θα σου φυτρώνη η γη και θα
τρέφεσαι με τα χόρτα του αγρού.
Γεν. 3,19 ἐν ἱδρῶτι
τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου, ἕως τοῦ
ἀποστρέψαι σε εἰς τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθης,
ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ·
Γεν. 3,19 Καθ' όλον το διάστημα της ζωής σου με τον ιδρώτα
του προσώπου σου θα τρώγης τον άρτον σου, μέχρις ότου αποθάνης και επιστρέψη το
σώμα σου εις την γην, από την οποίαν και έχει πλασθή· διότι χώμα είναι το σώμα
σου, στο χώμα θα καταλήξη και χώμα πάλιν θα γίνη”.
Γεν. 3,20 καὶ ἐκάλεσεν
Ἀδὰμ τὸ ὄνομα τῆς γυναικὸς αὐτοῦ
Ζωή, ὅτι αὕτη μήτηρ πάντων τῶν ζώντων.
Γεν. 3,20 Ωνόμασε τότε ο Αδάμ την γυναίκα του Ζωήν, διότι
αυτή θα ήτο η μητέρα όλων των ανθρώπων της γης.
Παρ. 3,19 ὁ Θεὸς τῇ
σοφίᾳ ἐθεμελίωσε τὴν γῆν, ἡτοίμασε δὲ οὐρανοὺς
φρονήσει·
Παρ. 3,19 Ο Θεός δια της ενυποστάτου σοφίας, δια του
Μονογενούς δηλαδή Υιού του, έθεσε τα θεμέλια της γης και με άπειρον σύνεσιν
κατεσκεύασε τους ουρανούς.
Παρ. 3,20 ἐν αἰσθήσει
ἄβυσσοι ἐῤῥάγησαν, νέφη δὲ ἐῤῥύησαν
δρόσους.
Παρ. 3,20 Με την άπειρον αυτού γνώσιν και αγαθότητα,
εξεχύθησαν τα ύδατα των θαλασσών και των υπογείων δεξαμενών εις την γην, από δε
τα νέφη έρρευσαν δροσερά τα ύδατα των βροχών.
Παρ. 3,21 Υἱέ, μὴ
παραῤῥυῇς, τήρησον δὲ ἐμὴν βουλὴν καὶ
ἔννοιαν,
Παρ. 3,21 Υιέ μου, πρόσεχε μη παρεκκλίνης από τον δρόμον μου
και παρασυρθής στον ολισθηρόν κατήφορον της απωλείας. Φυλαξε την ιδικήν μου
συμβουλήν και οδηγίαν,
Παρ. 3,22 ἵνα ζήσῃ ἡ
ψυχή σου, καὶ χάρις ᾖ περὶ σῷ τραχήλῳ. ἔσται
δὲ ἴασις ταῖς σαρξί σου καὶ ἐπιμέλεια τοῖς
σοῖς ὀστέοις,
Παρ. 3,22 δια να διατηρηθή επί μακρόν χρόνον η ζωη σου εις την
γην. Η δε εύνοια του Θεού και η εκτίμησις εκ μέρους των ανθρώπων, ως πολύτιμον
κόσμημα θα περιβάλλη τον τράχηλόν σου. Τοτε θα έχης υγείαν σωματικήν, ευεξίαν
δε και αναγέννησιν εις τα οστά σου,
Παρ. 3,23 ἵνα πορεύῃ
πεποιθὼς ἐν εἰρήνῃ πάσας τὰς ὁδούς σου, ὁ
δὲ πούς σου οὐ μὴ προσκόψῃ·
Παρ. 3,23 δια να πορεύεσαι ετσι με πεποίθησιν και ειρήνην εις
όλους τους δρόμους της ζωής σου, τα δε πόδια σου δεν θα σκοντάπτουν.
Παρ. 3,24 ἐὰν γὰρ
κάθῃ, ἄφοβος ἔσῃ, ἐὰν δὲ καθεύδῃς,
ἡδέως ὑπνώσεις·
Παρ. 3,24 Οταν θα κάθεσαι κατά την ημέραν, δεν θα έχης κανένα
φόβον. Οταν δε κατά την νύκτα θα κοιμάσαι, ο ύπνος σου θα είναι γλυκύς,
ειρηνικός και ξεκούραστος.
Ησ. γ΄1-14
Ησ. 3,1 Ἰδοὺ δὴ
ὁ δεσπότης Κύριος σαβαὼθ ἀφελεῖ ἀπὸ τῆς
Ἰουδαίας καὶ ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ ἰσχύοντα
καὶ ἰσχύουσαν, ἰσχὺν ἄρτου καὶ ἰσχὺν
ὕδατος,
Ησ. 3,1 Ιδού, λοιπόν, ο δεσπότης, ο Κυριος των
δυνάμεων θα επιτρέψη να λείψει από την χώραν της Ιουδαίας και από την πόλιν της
Ιερουσαλήμ κάθε δύναμις ανδρός και γυναικός, δύναμις και στήριγμα άρτου και
ύδατος και όλων των απαραιτήτων βιοτικών αγαθών.
Ησ. 3,2 γίγαντα καὶ ἰσχύοντα
καὶ ἄνθρωπον πολεμιστὴν καὶ δικαστὴν καὶ
προφήτην καὶ στοχαστὴν καὶ πρεσβύτερον
Ησ. 3,2 Θα αφαίρεση κάθε γίγαντα και γενικώς κάθε
ισχυρόν άνδρα, άνδρα εμπειροπόλεμον και δικαστήν και προφήτην και συνετόν και
έμπειρον πρεσβύτην.
Ησ. 3,3 καὶ
πεντηκόνταρχον καὶ θαυμαστὸν σύμβουλον καὶ σοφὸν ἀρχιτέκτονα
καὶ συνετὸν ἀκροατήν·
Ησ. 3,3 Θα αφαίρεση κάθε στρατιωτικόν αρχηγόν μέχρι και
πεντηκόνταρχον, κάθε αξιόλογον σύμβουλον και σοφόν αρχιτέκτονα και άνθρωπον, ο
οποίος μετά συνέσεως θα ακούη την αλήθειαν.
Ησ. 3,4 καὶ ἐπιστήσω
νεανίσκους ἄρχοντας αὐτῶν, καὶ ἐμπαῖκται
κυριεύσουσιν αὐτῶν.
Ησ. 3,4 Αντί δε αυτών θα επιτρέψη να καταλάβουν την
αρχήν και να τεθούν επικεφαλής σας νεαροί άνδρες χωρίς πείραν· απατεώνες δε θα
αναδειχθούν κύριοι και δυνάσται του λαού.
Ησ. 3,5 καὶ συμπεσεῖται
ὁ λαός, ἄνθρωπος πρὸς ἄνθρωπον καὶ ἄνθρωπος
πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ· πρσκόψει τὸ παιδίον
πρὸς τὸν πρεσβύτην, ὁ ἄτιμος πρὸς τὸν ἔντιμον.
Ησ. 3,5 Τοτε θα λείψη ο αμοιβαίος σεβασμός· ο λαός θα
περιέλθη εις κατάστασιν συγχύσεως και αναρχίας. Ο ένας άνθρωπος θα επιπέση
εναντίον του άλλου και κάθε άνθρωπος εναντίον του πλησίον του. Με αυθάδειαν θα
συγκρουσθή το παιδίον προς τον γέροντα, και ο ανέντιμος προς τον έντιμον και
ευϋπόληπτον.
Ησ. 3,6 ὅτι ἐπιλήψεται
ἄνθρωπος τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ ἢ τοῦ
οἰκείου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ λέγων· ἱμάτιον
ἔχεις, ἀρχηγὸς ἡμῶν γενοῦ, καὶ τὸ
βρῶμα τὸ ἐμὸν ὑπὸ σὲ ἔστω.
Ησ. 3,6 Εξ αιτίας της αναρχίας αυτής και δια την
έλλειψιν συνετών αρχηγών και βιοτικών αγαθών, θα κρατή από το ένδυμα κάθε
άνθρωπος τον πρώτον τυχόντα ομοεθνή του η τον συγγενή του πατρός του, και θα
λέγη· ήσύ έχεις ένδυμα, δεν είσαι γυμνός όπως ημείς. Γινε λοιπόν αρχηγός μας
και η διατροφή μας ας είναι εις τα χέριά σουί.
Ησ. 3,7 καὶ ἀποκριθεὶς
ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐρεῖ· οὐκ
ἔσομαί σου ἀρχηγός· οὐ γὰρ ἔστιν ἐν τῷ
οἴκῳ μου ἄρτος, οὐδὲ ἱμάτιον· οὐκ
ἔσομαι ἀρχηγὸς τοῦ λαοῦ τούτου.
Ησ. 3,7 Εκείνος κατά την φοβεράν αυτήν ημέραν θα
απαντήση και θα είπη· ήδέν θα γίνω αρχηγός σας, διότι ούτε εις την ιδικήν μου
οικίαν δεν υπάρχει άρτος ούτε άλλο ιμάτιον. Δεν θέλω και δεν ημπορώ να γίνω
αρχηγός του λαού αυτούί.
Ησ. 3,8 ὅτι αἰνεῖται
Ἱερουσαλήμ, καὶ ἡ Ἰουδαία συμπέπτωκε, καὶ αἱ
γλῶσσαι αὐτῶν μετὰ ἀνομίας, τὰ πρὸς
Κύριον ἀπειθοῦντες· διότι νῦν ἐταπεινώθη ἡ
δόξα αὐτῶν,
Ησ. 3,8 Αυτά ασφαλώς θα γίνουν, διότι η Ιερουσαλήμ θα
έχη εγκαταλειφθή από τον Κυριον και θα έχη περιπέσει εις καταστροφήν, διότι αι
γλώσσαι των κατοίκων της χώρας αυτής ελάλουν παράνομα και οι άνθρωποι
εδεικνύοντο απειθείς προς τον θεόν. Και τώρα ήλθεν ο καιρός να ταπεινωθή το
ψευδές μεγαλείον αυτών.
Ησ. 3,9 καὶ ἡ αἰσχύνη
τοῦ προσώπου αὐτῶν ἀντέστη αὐτοῖς· τὴν
δὲ ἁμαρτίαν αὐτῶν ὡς Σοδόμων ἀνήγγειλαν καὶ
ἐνεφάνισαν. οὐαὶ τῇ ψυχῇ αὐτῶν, διότι
βεβούλευνται βουλὴν πονηρὰν καθ᾿ ἑαυτῶν
Ησ. 3,9 Η αναισχυντία του προσώπου των εγείρεται μάρτυς
κατηγορίας ενάντιον αυτών. Διεκήρυξαν και παρουσίασαν αναισχύντως την αμαρτίαν
αυτών, όπως άλλοτε οι κάτοικοι των Σοδόμων. Αλλοίμονον εις αυτούς, διότι έχουν
σκεφθή και λάβει αποφάσεις πονηράς και κακάς, αι οποίαι εις τελευταίαν ανάλυσιν
θα εκσπάσουν εναντίον των.
Ησ. 3,10 εἰπόντες·
δήσωμεν τὸν δίκαιον, ὅτι δύσχρηστος ἡμῖν ἐστι·
τοίνυν τὰ γεννήματα τῶν ἔργων αὐτῶν φάγονται.
Ησ. 3,10 Αυτοί είπαν· ήάς δέσωμεν και ας απομονώσωμεν
έκλειστον τον ενάρετον, διότι μας είναι δυσμεταχείριστος και εμπόδιον στον
δρόμον μαςί. Δι' αυτάς τας παρανομίας των θα γευθούν τα επίχειρα των κακών
έργων των.
Ησ. 3,11 οὐαὶ τῷ
ἀνόμῳ· πονηρὰ κατὰ τὰ ἔργα τῶν
χειρῶν αὐτοῦ συμβήσεται αὐτῷ.
Ησ. 3,11 Αλλοίμονον στον άνθρωπον της παρανομίας! Ολέθρια πράγματα θα του συμβούν, ανάλογα προς τα πονηρά έργα
των χειρών του.
Ησ. 3,12 λαός μου, οἱ
πράκτορες ὑμῶν καλαμῶνται ὑμᾶς, καὶ οἱ
ἀπαιτοῦντες κυριεύουσιν ὑμῶν· λαός μου, οἱ
μακαρίζοντες ὑμᾶς πλανῶσιν ὑμᾶς καὶ τὸν
τρίβον τῶν ποδῶν ὑμῶν ταράσσουσιν.
Ησ. 3,12 Λαε μου, οι άρχοντές σου ως σκληροί και πιεστικοί
εισπράκτορες σας καταληστεύουν, και αυτοί απαιτούν από σας εισφοράς και δώρα.
Εχουν καταντήσει κυρίαρχοι και δυνάσται σας. Λαε μου, εκείνοι οι οποίοι
κολακευτικώς και δι' ιδιοτελείς λόγους σας μακαρίζουν και σας καλοτυχίζουν, σας
παραπλανούν. Αναταράσσουν δε και δημιουργούν σύγχυσιν στον δρόμον της ζωής και
συμπεριφοράς σας.
Ησ. 3,13 ἀλλὰ νῦν
καταστήσεται εἰς κρίσιν Κύριος καὶ στήσει εἰς κρίσιν τὸν
λαὸν αὐτοῦ·
Ησ. 3,13 Αλλ' ιδού, ότι τώρα ο Κυριος θα καθήση επί του
θρόνου, δια να κρίνη. Θα στήση εις κρίσιν και δίκην τον λαόν του.
Ησ. 3,14 αὐτὸς
Κύριος εἰς κρίσιν ἥξει μετὰ τῶν πρεσβυτέρων τοῦ
λαοῦ καὶ μετὰ τῶν ἀρχόντων αὐτοῦ. ὑμεῖς
δὲ τί ἐνεπυρίσατε τὸν ἀμπελῶνά μου καὶ ἡ
ἁρπαγὴ τοῦ πτωχοῦ ἐν τοῖς οἴκοις ὑμῶν;
Ησ. 3,14 Αυτός ο Κυριος θα έλθη, δια να δικάση τους
πρεσβυτέρους και τους άρχοντας του λαού του. Και εν τη δικαία οργή του θα είπη
προς αυτούς· ήδιατί σεις παρεδώσατε τον αμπελώνα μου, τον λαόν μου, στο πυρ της
καταστροφής και αρπαγής; Διατί η αρπαγείσα περιουσία των πτωχών ευρίσκεται υπό
την κατοχήν σας εις τα σπίτια σας;
Ευαγγέλιο: (Ἰωάν. ιε΄1-7)
Ιω. 15,1 Ἐγώ εἰμι ἡ
ἄμπελος ἡ ἀληθινή, καὶ ὁ πατήρ μου ὁ
γεωργός ἐστι.
Ιω. 15,1 Εγώ είμαι η αληθινή κληματαριά (και όχι η
παλαιά και άκαρπος άμπελος της Εβραϊκής συναγωγής, την οποίαν ο Πατήρ μετέφερε
από την Αίγυπτον και εφύτευσεν εδώ, όπως λέγει και ο ψαλμωδός). Εγώ είμαι η
αληθινή άμπελος και ο Πατήρ μου είναι ο αμπελουργός.
Ιω. 15,2 πᾶν κλῆμα
ἐν ἐμοὶ μὴ φέρον καρπόν, αἴρει αὐτό, καὶ
πᾶν τὸ καρπὸν φέρον, καθαίρει αὐτό, ἵνα πλείονα
καρπὸν φέρῃ.
Ιω. 15,2 Καθε κλήμα, που είναι ενωμένο με εμέ, αλλά δεν
φέρει καρπόν, το κόβει και το αφαιρεί ο Πατήρ. Καθε κλήμα, το οποίον φέρει
καρπόν, το καθαρίζει και το περιποιείται, δια να φέρη περισσότερον καρπόν.
(Καθε άνθρωπον, που λέγει ότι πιστεύει εις εμέ, αλλά δεν έχει ως καρπόν της
πίστεώς του την αρετήν, τον αποκόπτει και τον αποχωρίζει από έμενα ο Πατήρ. Εξ
αντιθέτου, τον πιστόν, που έχει έργα αρετής, τον φωτίζει, τον ενισχύει, τον
καθαρίζει, ώστε να κάμη περισσότερα ενάρετα έργα).
Ιω. 15,3 ἤδη ὑμεῖς
καθαροί ἐστε διὰ τὸν λόγον ὃν λελάληκα ὑμῖν.
Ιω. 15,3 Και σεις χάρις εις την διδασκαλίαν που σας έχω
διδάξει, είσθε καθαροί, είσθε σαν πνευματικά κλήματα περιποιημένα και
καρποφόρα.
Ιω. 15,4 μείνατε ἐν ἐμοί,
κἀγὼ ἐν ὑμῖν. καθὼς τὸ κλῆμα οὐ
δύναται καρπὸν φέρειν ἀφ᾿ ἑαυτοῦ, ἐὰν
μὴ μείνῃ ἐν τῇ ἀμπέλῳ, οὕτως οὐδὲ
ὑμεῖς, ἐὰν μὴ ἐν ἐμοὶ μείνητε.
Ιω. 15,4 Μείνετε, λοιπόν, ενωμένοι με εμέ και εγώ με σας.
Οπως το κλήμα δεν ημπορεί από τον εαυτόν του να φέρη καρπόν, εάν δεν μείνη
ενωμένον με την κληματαριά, έτσι και σεις δεν ημπορείτε να πράττετε έργα
αρετής, εάν δεν μείνετε ενωμένοι με εμέ.
Ιω. 15,5 ἐγώ εἰμι ἡ
ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα. ὁ μένων ἐν ἐμοὶ
κἀγὼ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπὸν
πολύν, ὅτι χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν.
Ιω. 15,5 Εγώ είμαι η κληματαριά και σεις είσθε τα
κλήματα. Εκείνος που μένει ενσωματωμένος εις εμέ και εγώ εις αυτόν, αυτός και
μόνον φέρνει πολύν καρπόν. Διότι χωρίς εμέ, χωρίς την σωτήριον χάριν μου και
την ζωτικήν ενέργειάν μου, δεν ημπορείτε να κάνετε τίποτε το αγαθόν.
Ιω. 15,6 ἐὰν μή
τις μείνῃ ἐν ἐμοί, ἐβλήθη ἔξω ὡς τὸ
κλῆμα καὶ ἐξηράνθη, καὶ συνάγουσιν αὐτὰ καὶ
εἰς τὸ πῦρ βάλλουσι, καὶ καίεται.
Ιω. 15,6 Οποιος δεν μείνει ενωμένος μαζή μου, έχει ήδη
πεταχθή έξω, όπως το άχρηστο κλήμα και θα ξηραθή και όπως οι άνθρωποι μαζεύουν
τα κομμένα κλήματα, τα ρίπτουν στο πυρ και τα καίουν, έτσι και εκείνοι, που
χωρισμένοι από εμέ μένουν άκαρποι και άχρηστοι, θα ριφθούν από τους αγγέλους
στο πυρ της αιωνίου κολάσεως.
Ιω. 15,7 ἐὰν
μείνητε ἐν ἐμοὶ καὶ τὰ ῥήματά μου ἐν ὑμῖν
μείνῃ, ὃ ἐὰν θέλητε αἰτήσασθε, καὶ
γενήσεται ὑμῖν.
Ιω. 15,7 Εάν μείνετε ενωμένοι μαζή μου και τα λόγια μου
μείνουν ως θησαυρός της καρδιάς σας και κατεύθυνσις εις την ζωήν σας, κάθε τι
αγαθόν που θέλετε, ζητήσατέ το και θα γίνη προς χάριν σας.